Ο Πατριάρχης στον Ι. Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Υψωμαθείων με προσκυνητές |
Σύντομη αφήγηση για μια "μικρή Ελλάδα"χαμένη στης μνήμης το αυλάκι
Του φιλολόγου της Μεγάλης του Γένους Σχολής Γιάννη Γιγουρτσή
Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη περιοχή Ταρλάμπασι αποτελεί κόσμημα και καμάρι της Ρωμιοσύνης του Πέρα.Αν δεν είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση είναι ασφαλώς ο υψηλότερος ορθόδοξος ναός της Κωνσταντινούπολης. Λαμπρή εκκλησία που ξεπροβάλλει αγέρωχη ανάμεσα στα πολύ χαμηλότερα σπίτια της υποβαθμισμένης σήμερα συνοικίας.
Στα χρόνια της ακμής, εδώ ζούσαν εκατοντάδες ελληνικές οικογένειες, τόσες που η περιοχή να αποκαλείται "μικρή Ελλάδα".Δεν ήταν ποτέ μια περιοχή πλούσια το Ταρλάμπασι. Ούτε όμως και φτωχή. Τα "εσνάφια"κατοικούσαν εδώ. Εργάτες, επαγγελματίες, μικρέμποροι. Άνθρωποι του μόχθου, δημιουργικοί, φιλότιμοι και φιλόδοξοι. Αποτελούσαν την μαγιά των ανερχόμενων μικροαστών που πλήθαιναν και πλούτιζαν το αστικό Πέρα. Άνθρωποι της πιάτσας οι περισσότεροι, εργάζονταν σκληρά και προσδοκούσαν σε οικονομική και κοινωνική άνοδο, είτε μεγαλώνοντας το μαγαζί τους είτε κάνοντας έναν καλό γάμο με τις αρχοντοπούλες που ζούσαν πιο πάνω στο Ταξίμι και το Τζιχανγκίρι. Αλλά και οι νέοι από τις πάνω γειτονιές με τα μεγάλα ονόματα αλλά τις λιγότερο γεμάτες τσέπες καλόβλεπαν τα κορίτσια του Ταρλάμπασι για την ομορφιά αλλά και την προίκα που θα τους έφερναν. Έτσι άλλωστε δεν προχωρούσε πάντοτε το ρωμέικο; Κοινωνική κινητικότητα το λένε οι ειδικοί αυτό. Εξηγεί αν θέλετε εν μέρει γιατί στον ελληνικό κόσμο δεν υπήρξε ποτέ μια πραγματικά ισχυρή τάξη αριστοκρατών, αλλά αντίθετα μια ευρεία μεσαία τάξη εμπόρων, επιχειρηματιών και διανοούμενων.
Η εκκλησία της συνοικίας χτίστηκε μεγάλη για να χωρέσει τον πολύ κόσμο της περιοχής αλλά και εντυπωσιακή, και πλουμισμένη ώστε να μην έχει τίποτα να ζηλέψει από το καμάρι του Ταξιμιοὐ, και όλης της Ρωμιοσύνης της Πόλης, την Αγία Τριάδα. Τα σπίτια τους πάλι άνετα και λειτουργικά. Καλοφτιαγμένα. Ήταν ωστόσο πολύ πιο ταπεινά από τα επιδεικτικά μέγαρα του Ίσιου Δρόμου. "Εμείς δεν κάνουμε λούσα για μας. Τα λεφτά μας πάνε στη δουλειά μας, αλλά για την εκκλησία δεν θα κάνουμε οικονομίες. Θα χτίσουμε την καλύτερη". Έτσι θαρρείς σκέφτονταν και αυτό έπραξαν, όπως μαρτυρά και το αποτύπωμα που άφησαν στην περιοχή. Το σχολείο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου μετά βίας χωρούσε τους μαθητές. Πιο πάνω το σχολείο στο Αϊναλί Τσεσμέ εξυπηρετούσε την ίδια περιοχή. Τα παιδιά του Ταρλάμπασι διψούσαν για μόρφωση, γιατί τα γράμματα ήταν το βραχιόλι που άνοιγε δρόμους και τους ορίζοντες τους.
Αρκετές κοπέλες συνέχιζαν στο Ζάππειο ή στο Κεντρικό. Περισσότερα αγόρια θα πήγαιναν στο Ζωγράφειο, όπου και το περίφημο και χρησιμότατο εμπορικό τμήμα. Η σχολή δηλαδή που εκπαίδευε τους αυριανούς εμπόρους, αυτούς που θα γίνονταν τα αυριανά αφεντικά της δύσκολης μα προσοδοφόρας πιάτσας του Πέρα και του Γαλατά.
Έτσι προχωρούσε η ζωή στην νοικοκυρεμένη συνοικία, μέχρι που άρχισαν τα δύσκολα. Πάλεψαν σκληρά οι κάτοικοί της για να τα ξεπεράσουν. Η απαγόρευση της εξάσκησης κάποιων επαγγελμάτων στα μέσα της δεκαετίας του 1930 από ξένους πολίτες (δηλαδή Έλληνες εν προκειμένω) ήταν η πρώτη προειδοποίηση πως κάτι δεν πάει καλά. Όσοι χρειάστηκε άλλαξαν δουλειές.
Ο φόρος περιουσίας (αρχές της δεκαετίας του 1940) δεν τους πολυάγγιξε. Δεν ήταν στο Ταρλάμπασι μαζεμένος ο μεγάλος πλούτος των Ρωμιών. Αντίθετα η Επιστράτευση των 20 ηλικιών την ίδια περίοδο, έδιωξε για δύο σχεδόν χρόνια όλους τους άντρες από τις δουλειές τους. Δούλεψαν όμως οι γυναίκες και οι παππούδες και τα παιδιά. Τα μαγαζιά κρατήθηκαν. Μια βαθιά ανάσα και μετά τα Σεπτεμβριανά. Μεγάλο το χτύπημα αλλά γρήγορα ανασκουμπώθηκαν και ξαναέστησαν τις δουλειές τους. Αντιστάθηκε σθεναρά η μικρή Ελλάδα, όπως ξέρει να αντιστέκεται και η μεγάλη. Αλλά για πόσο μπορούσε ακόμα να αντέξει;
Οι απελάσεις του 1964 υπήρξαν το μοιραίο χτύπημα για την Ρωμιοσύνη του Ταρλάμπασι, όπως και όλης της Πόλης.Η περιοχή επλήγη άμεσα, ίσως περισσότερο από όλες τις περιοχές των Ελλήνων γιατί είχε μεγάλο ποσοστό Ελλήνων υπηκόων που απελάθηκαν άμεσα.
Κατά δεκάδες έφευγαν οι ελληνικές οικογένειες από τις γειτονιές του Ταρλάμπασι κάθε εβδομάδα. Τα λεωφορεία για την Ελλάδα ξεκινούσαν λίγο πιο πάνω. Εκεί που η λεωφόρος του Ταρλάμπασι φτάνει στο Σισχανέ (Μνηματάκια τα λέγανε τότε). Οι περισσότεροι θα πήγαιναν από την οδό Καλιοντζού. Ανέβαιναν την ανηφόρα προς τη λεωφόρο συγκρατώντας τα δάκρυα στα μάτια τους. Είχαν μόλις βγει από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου άναψαν ένα τελευταίο κεράκι και προσευχήθηκαν στον άγιο βασιλέα, τον ιδρυτή της Πόλης τους πριν την εγκαταλείψουν.
Ήξεραν από τα δύσκολα, μα τώρα ήθελε δύναμη πολλή. Για κάποιους, για πολλούς, αυτή ήταν και η τελευταία πράξη της ζωής τους στην Πόλη. Το κεράκι στην εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης. Πολλοί πέταξαν και μια μαύρη πέτρα, αποφασισμένοι να πάνε μπροστά και να μην κοιτάξουν ποτέ ξανά πίσω.
Το Ταρλάμπασι δεν πέθανε όμως τότε. Στα σπίτια όσων έφυγαν ήρθαν κάμποσοι Ίμβριοι διωγμένοι και αυτοί από την πατρίδα τους, καθώς τους είχαν αρπάξει τα χωράφια και τους έκλεισαν τα σχολεία. Το σχολείο της εκκλησίας γέμισε Ιμβριόπουλα. Η παρακμή καθυστέρησε για δυο δεκαετίες ακόμα. Ύστερα έφυγαν και οι Ίμβριοι για την Ελλάδα και η γειτονιά γέμισε πρώτα Ρομά και μετά φτωχούς Κούρδους μετανάστες από την νοτιοανατολική Τουρκία.
Φτώχεια και εγκληματικότητα έγιναν τα χαρακτηριστικά της περιοχής. Το σχολείο έκλεισε, ρήμαξε. Το συσσίτιο συνέχισε για λίγο ακόμα για τους άπορους της περιοχής και δεν φρόντιζε μόνο Ρωμιούς. Μα έκλεισε κι αυτό όταν η λειτουργία του κατάντησε ασύμφορη, αν όχι επικίνδυνη. Οι πόρτες κλειδαμπαρώθηκαν. Τα παράθυρα του σχολείου που κοιτούσαν στον έξω δρόμο χτίστηκαν.
Σαν να μην έφταναν αυτά πολιτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις που σχετίζονταν με το μεγάλο εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας, το κουρδικό, μεταφέρθηκαν στην περιοχή. Η πλειοψηφία του πληθυσμού της συνοικίας είναι πλέον Κούρδοι. Εκεί άλλωστε, στον ίδιο δρόμο με την εκκλησία, έγιναν αργότερα και τα γραφεία του φιλοκουρδικού κόμματος. Το αστυνομικό τμήμα, 200 μέτρα πιο πάνω, δεν βοηθούσε πολύ την κατάσταση. Το αντίθετο, γινόταν συχνά αφορμή επεισοδίων. Μπορεί να έμοιαζε φρούριο, αλλά φύλαγε ουσιαστικά τους ίδιους τους αστυνόμους μάλλον, παρά τους κατοίκους της περιοχής.
Στην γειτονιά της εκκλησίας οι Ρωμιοί που έμειναν έφταναν δεν έφταναν μια ντουζίνα...
Το μόνο που συνέχισε να λειτουργεί κανονικά ήταν ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Φύλακας άγγελος η φιλόξενη κυρία Αγγελική,που είχε να φροντίσει και έναν ανάπηρο σύζυγο, δεν παρέλειπε όμως να ψήσει μετά την λειτουργία τον καλύτερο καφέ της Πόλης. Και βέβαια Δεσπότης της περιοχής του Σταυροδρομίου, ένας σπουδαίος και σεμνός ιεράρχης, να δίνει τον αγώνα του τα τελευταία σαράντα και βάλε χρόνια που ανελλιπώς κάθε εβδομάδα θα λειτουργήσει στην εκκλησία. Κάποτε στην λειτουργία είναι τρία τέσσερα άτομα. Ο δεσπότης που κάποτε κάνει τον ψάλτη, ένας παπάς και η κυρία Αγγελική.
Κι όμως. Από την ίδια αυτή εκκλησία, λίγο πριν φτάσει το τέλος, ήταν που φάνηκε ότι κάτι αλλάζει.Δέκα χρόνια πριν έγινε η λαμπρή της ανακαίνιση.
Μια ελληνική τράπεζα, σταλμένη θαρρείς από το πουθενά, ανέλαβε την ανακαίνισή της και την έκανε υποδειγματικά. Παράταιρη έμοιαζε τόση λαμπρότητα μέσα σε τόση μαυρίλα ένα γύρω. Όμως πέρα από τις αναμνήσεις του περασμένου μεγαλείου, η αποκατάσταση του ναού άναψε και μια σπίθα αισιοδοξίας, αισιοδοξίας ασύστατης φαινομενικά, λανθάνουσας, αλλά παρούσας πια και ελπιδοφόρας.
Τρία χρόνια πριν η κοινότητα Σταυροδρομίου, με επικεφαλής μια ηγεσία αποτελεσματική και με όραμα, ανακαίνισε πλήρως το κτίριο του σχολείου και το μετέτρεψε σε ξενώνα. Ζωντάνεψε ο Άγιος Κωνσταντίνος.Γέμισε ξανά το σχολείο με φοιτητές και δασκάλους, κυρίως από Ελλάδα. Μια καινούργια "μικρή Ελλάδα",διάφανη σταγόνα δροσιάς στον ξερό περίγυρο γεννήθηκε ξανά από το πουθενά.
Η αστική ανάπλαση που προωθείται στις γύρω γειτονιές, παρά τις αντιρρήσεις για το πρότζεκτ που μπορεί να έχει κανείς για άλλους λόγους, έδιωξε πολύ "δύσκολο"και προβληματικό κόσμο από την περιοχή. Έφυγε και το αστυνομικό τμήμα και- περιέργως- η περιοχή έγινε ασφαλέστερη. Φέτος, την μέρα της εορτής του Αγίου Κωνσταντίνου έγινε ακόμα ένα περίεργο- κάποιοι μπορεί να θέλουν να το πουν και θαύμα.
Μια μεγάλη ομάδα επισκεπτών από την Ελλάδα, παλιοί μαθητές του σχολείου, οι περισσότεροι κάτοικοι κάποτε της περιοχής, ήρθαν να προσκυνήσουν στην εκκλησία που άφησαν 51 χρόνια πριν. Πολλοί για πρώτη φορά από τότε. Άναψαν πάλι ένα κεράκι, όμοιο με κείνο που είχαν ανάψει το ανοιξιάτικο (ή μήπως καλοκαιρινό) εκείνο πρωινό που άφηναν τον τόπο τους για πάντα. Έσκυψαν για να προσκυνήσουν, όπως και τότε, την εικόνα των Αγίων, προσευχήθηκαν για όσους δεν μπορούν πια να επιστρέψουν, φίλησαν το χέρι του Πατριάρχη τους και στα κρυφά, με ανάμεικτα συναισθήματα στην καρδιά, σήκωσαν την μαύρη πέτρα που κάποτε πέταξαν για να την πάρουν για πάντα μαζί τους, σαν φυλαχτό, σαν υπόσχεση πως θα ξαναέρθουν και ως υπενθύμιση για τον κόσμο που έχασαν, τον κόσμο που βρήκαν, τον κόσμο που είχαν πάντα μέσα τους. Τον κόσμο της Ρωμιοσύνης Αυτόν τον κόσμο τον Μικρό τον Μέγα.
Υ.Γ. Μοιράστηκα και εγώ, εκών άκων, αυτή την προσωπική εμπειρία μαζί με τους επισκέπτες από την Ελλάδα. Επισκέπτες στο σπίτι τους. Τους Φίλους της Αστικής Σχολής Αγίου Κωνσταντίνου. Περίεργα τα παιχνίδια της ζωής, μα το Θεό.
Ξένος εγώ ανάμεσα σε ξένους και φίλος ανάμεσα σε φίλους συνάμα, να νιώθω πως τους υποδέχομαι, παρατηρώντας από τον γυναικωνίτη ψηλά την συγκίνησή τους, ακούγοντας σχεδόν, όταν κατέβηκα και πάλι κάτω, τους χτύπους της καρδιάς τους. Λαθραναγνώστης της ιστορίας τους, κρυφός σύντροφος στον δικό τους νόστο, που έγινε σταθμός και του δικού μου ταξιδιού.