«Μῆνιν ἄειδε, θεά»
του Κ.Π.Κ.
Ολόκληρο το δράμα του Τρωϊκού έπους συνοψίζεται από τον Ραψωδό στην πρώτη λέξη της Ιλιάδος: «Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος.» Τούτηντην Ομηρική μήνιν μας υπενθύμισε η πρόσφατη εκκλησιαστική επικαιρότητα:το πρόσφατο ανακοινωθέν της Διαρκής Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και το πρότριτα δημοσιευθένκείμενο-κατηγορητήριο για την θεολογία του Γέροντος Μητροπολίτου Περγάμου.
Τα δύο κείμενα συνδέονται αν όχι ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αναμφιβόλως ως προς την κοινήν θυμική προέλευσή τους, ήτοι την μήνιν, την έριδα («ἐξ οὗ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε», A6).
Η Ιλιάδα μας παρουσιάζει έναν Αχιλλέα τόσο χολωμένο με τον Πρώτον της Αχαϊκής εκστρατείας, ώστε να απομονωθεί στην σκηνή του, μεσούντος του πολέμου, αδιαφορώντας για την έκβαση του κοινού αγώνα. Γράφει ο Όμηρος:
«Ωστόσο εκείνος θύμωνε σιμά στα γοργά πλοία
ο φτεροπόδης διογενής Πηλείδης Αχιλλέας.
Δεν πήγαινε στην σύνοδον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες,
ούτε στον πόλεμον, και αυτού βαρύλυπ’ η καρδιά του
ελαχταρούσε την βοή, την φλόγα του πολέμου.»
(A488-492, μετάφραση Ιακώβου Πολυλά)
Η προσωπική του αντιπαλότητα με τον Πρώτο του Αχαϊκού Στρατού έχει ως αποτέλεσμα τον ολέθριο χαμό του Πατρόκλου και, συνακόλουθα, τον δικό του τραγικό θάνατο.
Η αναφορά στον μύθο της Ιλιάδος μας φάνηκε προσήκουσα ως ερμηνευτικό κλειδί της πρόσφατης εκκλησιαστικής επικαιρότητας. Οι προσωπικές εμπάθειες είναι κατανοητές ακόμα και στους εκκλησιαστικούς άνδρες. Όταν, όμως, δίνεται ο μεγάλος αγών σύσσωμου του εκκλησιαστικού στρατεύματος, η εμμονή στην προσωπική αντιπαλότητα, η απομόνωση στη σκηνή του Αρχιεπισκοπικού μεγάρου, η απειλή του σφραγισμένου φακέλλου (το περιέχομενο του οποίου είναι βεβαίως τοις πάσι γνωστό), είναι άστοχη και ίσως ολέθρια ακόμα για τον άριστον των ανδρών ως ο Αχιλλεύς.
Πρό των θυρών επέστη η σύγκλιση της Μεγάλης και Αγίας Συνόδου, ένα ιστορικό στοίχημα της καθ᾽όλου Ορθοδοξίας. Ο προκείμενος αγών είναι της Εκκλησίας,όχι του γωνιακού εκκλησιαστικού καταστήματος που εμπλέκεται στην μυωπική λογική του πελατειακού ανταγωνισμού, αλλά της Εκκλησίας «τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος»(Πραξ. 20:28).
Στην προσωπική αυτή αντιπαλότητα (δια)σύρθηκε και η περί προσώπου θεολογία με την εύχρηστη πια κατηγορία της αιρέσεως. Θεωρήθηκε πως χτυπώντας τον “πολυμήτιδον Οδυσσέαν” της Θεολογίας θα τρωθή και ο Πρώτος της Ορθοδοξίας. Δεν είναι του παρόντος να δοθή η αρμόζουσα απάντηση, πλην της υπομνήσεως πως αν η αίρεση παραχαράζει την πίστη, η έριδα και η συκοφαντία, ιδιαιτέρως προς τους ευεργέτες, πληγώνει τον σύνδεσμο της αγάπης, και μείζων ακόμα και της πίστεως, είναι η αγάπη (Α Κορ. 13:13).
Αυτό είναι και το επίτευγμα της Μεγάλης και Αγίας Συνόδου στον βαθμό που μας προσφέρει την δυνατότητα να μάθουμε ξανά ως Εκκλησία να συμπορευόμαστε, να συν-οδεύουμε, να ζούμε, δηλαδή,συνοδικώς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προκειμένου να επιτευχθεί τούτο το ζητούμενο έκαμε δύσκολους και θυσιαστικούς συμβιβασμούς.Ήρθη στο ύψος του αξιώματός του και ανταποκρίθηκε στην κλήση της διακονίας του: έθεσε την συνδιαλλαγή ως βάση της επίλυσης των διενέξεων, επέλεξε την συγ-χώρεση ώστε να χωρέσουν όλοι, τόσο γύρω από το τραπέζι των Συνοδικών διαβουλεύσεων, όσο και γύρω από την Τράπεζα του εσφαγμένου Αρνίου. Οι Αχιλλείς που, τρέφοντας μέσα τους την μήνιν, θα επιλέξουν να μείνουν απομονωμένοι στην σκηνή τους θα φέρουν την ευθύνη των επιλογών τους, όπως τις έχει ήδη καταγράψει το Ομηρικό έπος.