Του Γιάννη Γιγουρτσή
Φιλολόγου της Μεγάλης του Γένους Σχολής
Μια από τις πιο όμορφες, πιο μεγαλοπρεπείς και πιο επίσημες λειτουργίες του έτους στην Πόλη είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου που εορτάζονται στον ομώνυμο ναό στην καρδιά του Πέρα.
Σήμερα γιορτάζει η Παναγία ως πολιούχος της Κωνσταντινούπολης, ως η υπέρμαχος στρατηγός της. Γιορτάζει και η Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης και βεβαίως η κεφαλή της, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως που ιστορικά ταυτίζεται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Για το λόγο αυτό σήμερα γίνεται στην Παναγία μια από τις επιλεγμένες και λίγες μέσα στο χρόνο Πατριαρχικές και Συνοδικές Θείες Λειτουργίες.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η λαμπρή και υποβλητική εκκλησία που φέρει το βάρος όλης της ιστορίας της Ρωμιοσύνης των τελευταίων δύο αιώνων, ξεκίνησε ως ένας ταπεινός ναός. Χτίστηκε το 1803 με ειδικό φιρμάνι του σουλτάνου και ανεγέρθηκε - σύμφωνα με τη παράδοση - σε 40 ημέρες, γιατί έτσι όριζε η σουλτανική προσταγή: "Ή σε 40 μέρες ή καθόλου"έλεγε το φιρμάνι.
Στην πραγματικότητα η ανέγερση του ναού έξω από τα τείχη του Γαλατά, "πέρα"από τα γνωστά ως τότε όρια της πόλης, σημαίνει την αρχή της επέκτασης της Ρωμιοσύνης σε μια περιοχή έρημη σχεδόν ως τότε, που έμελλε σύντομα να γίνει το νέο της κέντρο. Λίγο πιο κάτω ο κεντρικός δρόμος που οδηγούσε από τον Γαλατά στις δεξαμενές, στην κορυφή του λόφου όπου γινόταν το "ταξίμι", το μοίρασμα του νερού στις γύρω περιοχές και δρόμος που περνούσε μέσα από χριστιανικά, μουσουλμανικά και εβραϊκά νεκροταφεία, διασταυρωνόταν με τον περιφερειακό προς τα ακόμη υπάρχοντα τείχη του Γαλατά, δρόμο.
Το κεντρικό αυτό σταυροδρόμι θα έδινε λίγες δεκαετίες αργότερα το όνομα του στο βακούφι, στην κοινότητα, που επρόκειτο να ιδρυθεί περί την Παναγία και να αναδειχθεί σε ένα από τα λαμπρότερα της Οθωμανικής Ρωμιοσύνης. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το Πέρα έχει αναδειχθεί στο σύγχρονο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο για τους Ρωμιούς, μα και για όλους τους μη μουσουλμάνους, Αρμενέους, Λεβαντίνους, Εβραίους, Ευρωπαίους διπλωμάτες, εμπόρους μα και τυχοδιώκτες.
Αργότερα, όταν ο σουλτάνος θα περάσει στο νέο του παλάτι στο γειτονικό Μπεσίκτας, θα προστεθεί και ένα μέρος της δυτικότροπης οθωμανικής αριστοκρατίας. Το κάποτε δοξασμένο Φανάρι έχει πια παρακμάσει. Γεμάτο Ρωμιοσύνη μεν, αλλά με πιο λαϊκό κόσμο πλέον. Η αριστοκρατία του παρακμάζει και σκορπίζεται σε άλλο προάστια και στο εξωτερικό κυρίως. Ελάχιστοι θα πάνε στο Πέρα. Εκεί κυριαρχεί πλέον η νέα ανερχόμενη τάξη των αστών εμπόρων, τραπεζιτών, επιστημόνων και διανοουμένων . Η νέα αριστοκρατία βασίζεται στον πλούτο που πρόσφατα απέκτησε; εμφορείται από φιλελεύθερες και δυτικότροπες ιδέες, αλλά και από την ανάγκη επίδειξης και προβολής του νέου της πλούτου. Το ταπεινό και "παλιομοδίτικο"Φανάρι δεν ταιριάζει στα νέα γούστα και στη νέα αισθητική. Οι κυρίες των νέων κυρίων δεν αντέχουν στην ιδέα πως πρέπει να μπουν στην ταπεινή βάρκα, φορώντας τα κρινολίνα τους για να διασχίσουν τον Κεράτιο και να πάνε στο Πατριαρχείο.
Οι Περατινοί αυτοί είναι που θα μεγαλώσουν και θα στολίσουν την Παναγία με ό,τι καλύτερο, λαμπρύνοντάς την. Αυτό όμως δεν τους φτάνει. Όσο ωραία και να είναι η εκκλησία τις Πατριαρχικές δόξες του Φαναρίου δεν τις έχει. Έτσι λοιπόν, οι τζορμπατζήδες, οι έφοροι της εποχής, θα πιέσουν τον Πατριάρχη και τελικά θα πετύχουν την αναβάθμιση του ναού τους. Έτσι η Παναγία θα αποκτήσει το στάτους του καθεδρικού ναού της Αρχιεπισκοπής, το οποίο διατηρεί ως σήμερα.
Τότε καθιερώνεται και ο τύπος της σημερινής λειτουργίας, ως Πατριαρχικής και Συνοδικής. Λίγα χρόνια αργότερα η περαιτέρω ανάπτυξη της Κοινότητας Σταυροδρομίου θα οδηγήσει στην ανέγερση δύο ακόμα περικαλλών ναών και μάλιστα με τρούλο. Της Αγίας Τριάδας στο Ταξίμ και του Αγίου Κωνσταντίνου πιο κάτω, στο Ταρλάμπασι. Η Παναγία όμως, κρυμμένη σε ένα παρασόκακο στην καρδιά του Ίσιου Δρόμου, θα παραμείνει η πρώτη και στην καρδιά των Ρωμιών του Πέρα και όλων εμάς των νέων και παλιών Πολιτών της Πόλης του σήμερα.