Η ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑ
ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Τὸ μαῦρο εἶναι ἕνα νεκρὸ τίποτα,
μία αἰώνια σιωπὴ χωρὶς ἐλπίδα".
(W. Kandinsky)
Ὡς γνωστόν, ποικίλλει ἡ ψυχολογία, παθολογία καὶ ὁ συμβολισμὸς τῶν χρωμάτων. Ἐδῶ ὅμως ὁ λόγος μόνον διὰ τὸ μαῦρον. Τὸ χρῶμα τῶν μοναχῶν, τῶν κληρικῶν ἢ τοῦ διαβόλου, τῶν πτωχῶν ἢ τῶν πλουσίων, τῆς μοδὸς ἢ τῆς διαμαρτυρίας. Ἐντυπωσιακὴ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἡ ἐννοιολογικὴ πολυμορφία τὴν ὁποίαν ἔλαβε τοῦτο διαχρονικῶς εἰς τὰς ποικίλας κοινωνίας καὶ τοὺς πολιτισμούς.
Εἰς τὴν περὶ δημιουργίας ἀφήγησιν ἀναφέρεται:... "καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου... καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς γενηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶς καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ὅτι καλόν" (Γεν. 1, 1-2). Ἄρα ὅλων τῶν χρωμάτων προηγεῖτο τὸ μαῦρον. Εἶναι τὸ πρωταρχικὸν χρῶμα εἰς τὸ ὁποῖον ἐξ ἀρχῆς ἐνυπάρχει μία ἀρνητικὴ εἰκών.Καὶ εἰς αὐτὸ εἶναι ἀδύνατος ἡ ζωή (πρβλ. τὸ τοῦ Κυρίου: "Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου" [Ἰω. 8, 12]). Ἀποτελεῖ ὅμως τὴν εἰκόνα ἑνὸς κατάμαυρου κόσμου ἐξ οὗ τὰ πάντα προέρχονται καὶ συγχρόνως ἐμπνέει τὸν φόβον. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀμφισημία του κυριαρχεῖ διαχρονικῶς εἰς ὅλην τὴν ἱστορίαν του.
Οὕτως ὁλόκληρα μετὰ 1.000 ἔτη, τὸ μαῦρον εἰσέρχεται εἰς τὴν καθημερινὴν ζωὴν καὶ τὸν κοινωνικὸν κώδικα,ἐνῶ ἐξαφανίζεται μεγάλως ἡ ἀμφίσημος συμβολική του. Εἰς τὴν Ρωμαϊκὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸν πρώϊμον Μεσαίωνα τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν συνυπάρχουν εἰρηνικῶς. Ἀφ'ἑνὸς τὸ μαῦρον συνδέεταί πως μὲ τὴν ταπείνωσιν, τὸ μέτρον, τὴν αὐθεντίαν καὶ τὴν ἀξιοπρέπειαν, ἀφ'ἑτέρου δὲ μὲ τὸ βασίλειον τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ σκότους, τοὺς καιροὺς ἀπογνώσεως καὶ μετανοίας, τῆς ἀρνήσεως τῆς σαρκός, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Κατὰ τὴν φεουδαρχικὴν ἐποχὴν εἰς τὰς συζητήσεις θεολόγων καὶ ἠθικολόγων, τὰς λειτουργικὰς πρακτικάς, τὴν τέχνην, τὰς ἱπποτικὰς πρακτικάς, παντοῦ ἵσταται τὸ μαῦρον, συνδεδεμένον μὲ τὴν κακίαν καὶ τὸν θάνατον.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ ὀψίμου Μεσαίωνος εἰς ὅλα τὰ πεδία τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, τὸ μαῦρον λαμβάνει μεγάλην ἀξίαν χωρὶς νὰ χάνονται τελείως καὶ αἱ ἀρνητικαί του πλευραί.Εἰσέρχεται εἰς τὰ κοσμικὰ σαλόνια μὲ τὰς κομψὰς κυρίας τῆς "Ἐλίτ", τὴν πανίσχυρον μόδαν καὶ τὴν πολιτείαν. Πρὸς τοῦτο ἐβοήθησεν ἡ οἰκοσημολογία, ἡ ὁποία τὸ ἠλευθέρωσεν ἐκ τῶν ἐκφοβιστικῶν συνεπειῶν καὶ ἔφερεν ὀπίσω τὴν χρωματικὴν γκάμαν. Ἀπὸ τοῦ 13ου αἰ. χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν ἐνδυμασίαν τῶν Πατρικίων καὶ τῶν ἀξιωματούχων ἐκφράζον τὸ ὕψος τῆς θέσεως, ἀργότερον δὲ καὶ ὡς τὸ χρῶμα τῆς ἀρετῆς. Ἐπίσης κυριαρχεῖ εἰς τὰς πριγκηπικὰς αὐλάς, τὴν Κουρίαν καὶ τοὺς βασιλικοὺς οἴκους, τοὐλάχιστον μέχρι τοῦ 17ου αἰ., ἀπὸ δὲ τοῦ 19ου καὶ εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ἀμφίεσιν τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν.
Πάντως ἀπὸ τοῦ 15ου αἰ. εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ μαύρου ἐμφανίζεται μία νέα ἐποχή. Χάνει ὅπως καὶ τὸ λευκὸν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀληθοῦς χρώματος, κατὰ δὲ τὸ μέσον τοῦ 17ου αἰ. τὰ χρώματα αὐτὰ ἀντιτίθενται πρὸς τὰ λοιπά. Τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὴν ἀνακάλυψιν τῆς ἐγχρώμου τυπογραφίας καὶ τῶν πειραμάτων τοῦ Νεύτωνος (1565), ὁ ὁποῖος ἀνεκάλυψε τὸ φάσμα τοῦ φωτὸς μὲ ἀπροβλέπτους μέχρι σήμερον ἐξελίξεις.
Αἱ συνέπειαι τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς ἦσαν βαρεῖαι καὶ πολλαί, τὴν ἔναρξιν τῆς ὁποίας πιθανῶς ἐδημιούργησαν θρησκευτικοὶ καὶ ἠθικοὶ εἰδικοὶ τοῦ φθίνοντος Μεσαίωνος, κληρονόμος τῶν ὁποίων φαίνεται ἐν πολλοῖς ἡ Μεταρρύθμισις1.
Τὸ μαῦρον εἶναι σύμβολον γενικότερον τῆς ἐκλεπτύνσεως, τοῦ καλοῦ γούστου καὶ τοῦ αἰσθησιασμοῦ συνδεόμενον καὶ μὲ τὴν σεξουαλικὴν λαγνείαν καὶ τὸν σαδομαζοχισμόν. Τὸ πρῶτον ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἐντέχνου ἀντιθέσεώς του μὲ τὸ λευκόν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐκμεταλλεύεται ἀφαντάστως ἡ ἀκριβὴ βιομηχανία τῶν "μινιμαλιστικῶν"! dessous μὲ τὰς τερψιομματικὰς σχεδιαστικάς της "φαντασμαγορίας". Βεβαίως πιθανῶς δὲν εἶναι καθόλου προκλητικὸν καὶ ὀρεκτικὸν ὅταν ἐπεκτείνεται καὶ εἰς τὰ πινάκια καὶ τὰς πετσέτας -ἁπλῶς ἐπειδὴ εἶναί τι τὸ νέον- τῶν χώρων κάποιων "λίαν κυριλέ"ἑστιατορίων.
Θετικαὶ λοιπὸν πλευραὶ τοῦ μαύρου χρώματοςεἶναι τό "γκλαμούρ", ἡ συναισθηματικὴ σταθερότης, ἡ ἀποδοτικότης, ἡ ἀσφάλεια καὶ ἀρνητικὰ ἡ καταπίεσις, ἡ συναισθηματικὴ ψυχρότης, τὸ μυστήριον, ἡ ἀπειλὴ κ.ἄ.
Ὡς ἐκ τούτου πολλαὶ εἶναι αἱ περιπτώσεις κατὰ τὰ ὁποίας χρησιμοποιεῖται τὸ ἐπίθετον μαῦρον συμβολικῶς καὶ ἄλλως, ὅπως εἰς τὸν ἄνθρωπον (πρβλ. καὶ τὸ "ὁ ἄνθρωπος τῆς νύχτας"), τὸ μοῦτρον -ἐδῶ δὲν πταίουν βεβαίως οἱ ἀφρικανοί!-, τὴν ἤπειρον, τὰ μάτια, τὰ μαλλιά (ὄχι τὰ βαμμένα), τὴν ψυχήν, τὰς ἰδέας, τὴν μαγείαν, τὴν Βίβλον, τὴν ἡμέραν (πρβλ. τὸ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου: "πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακούδα"), τὸν οὐρανόν, τὰ σύννεφα, τὴν γαλήν, τὸν κόρακα, τὴν πουλάδα (ἐσχάτως), τοὺς πίνακας, τὴν ἀγοράν, τὰ χρήματα, τὴν ποίησιν, τοὺς τίτλους ἀσμάτων, τὰ ἄνθη (τριαντάφυλλον, τουλίπα), τὸν ζωμόν, τὸ τέϊον, τὸ πιπέρι καὶ ἄλλα ἀθῶα καὶ μή.
Γίνεται δὲ χρῆσις αὐτοῦ εὐρέως κατὰ τὰς κηδείας, τὸ πένθος -τὸ ὁποῖον σήμερον διαρκεῖ εἰς τάς "βαρυπενθούσας"συχνάκις λόγῳ τοῦ ταχυρρύθμου τῆς ἐποχῆς, μόνον περὶ τοὺς ἕξη μήνας!-, τὰς ἰδεολογικὰς ἐκτροπάς τοῦ ναζισμοῦ, τοῦ φασισμοῦ, τοῦ θρησκευτικοῦ δῆθεν φονταμενταλισμοῦ, τὴν τέχνην2, τὴν βιομηχανίαν τῶν ἀπαστραπτόντων αὐτοκινήτων διὰ τοὺς ἐπισήμους, τοὺς πλουσίους καὶ τούς "πτωχούς"ἐπιδειξίας.
Ἴσως δὲ καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ ὁδήγησαν τὸν μεγάλον K. Malevich νὰ ζωγραφίσει εἰς τὴν νέαν κοσμογονίαν του τὸ περίφημον "μαῦρο τετράγωνο"3, ἐπανερχόμενος εἰς τὴν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργίαν.
____________________________________________________
1- M. Pastoureau, Schwarz, Geschichte einer Farbe, Ντάρμσταντ 2016.
2- O. Westheider, Die Farbe Schwarz in der Malerei Max Beekmanns, Βερολῖνο 1995.
3- Π. Ἀνδριόπουλου, Τὸ μαῦρο τετράγωνο τοῦ Μαλέβιτς, Ἰδιωτικὴ Ὁδός, 6.3.2014. http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com.tr/2014/03/blog-post_6.html.