Ιωάννης Μητράκας Τhe offering of the Holy Communion by the Ecumenical Patriarch Bartholomew Ι |
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Η αγία μας Εκκλησία αυτή την Κυριακή εορτάζει το γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων. Η Κυριακή αυτή είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Η ορθοδοξία δεν κινδυνεύει, δεν χάνεται, δεν θα χαθεί. Ο άνθρωπος την μετατρέπει σε είδωλο και ξεθωριάζει την εικόνα της. Τοιουτοτρόπως, αφενός μεν συντελείται η απώλεια βίωσης του αποκεκαλυμμένου μυστηρίου, αφετέρου δε η ανθρωπομορφική αντίληψη της. Κάτι τέτοιο έχει οδηγεί την ορθοδοξία στο ἰδεῖν. Αν λοιπόν η ορθοδοξία ιδωθεί - όπως απροκάλυπτα και ανεπαίσχυντα συμβαίνει – η ορθοδοξία γίνεται ιδεολογία. Με άλλα λόγια ένα σύστημα που οριοθετείται, ταριχεύεται στην ανθρώπινη λογική, άρα και αντιμετωπίζεται με κτιστά κριτήρια, αλλά επουδενί δεν αποτελεί μυστήριο. Έτσι χάνει τη μυσταγωγία του, εμπίπτει στη θεώρηση μιας ιδέας και καταντά ορθοδοξισμός καταπώς σημειώνει ο καθηγητής Χ. Γιανναράς.
Στις μέρες μας πιστεύω αθεράπευτα πως δύο είναι τα καρκινώματα που μετατρέπουν σε ιδεολογία την ορθοδοξία. Η υποκρισία και ο θρησκευτικός φανατισμός, τα οποία με τη σειρά τους εκφράζουν τον ευσεβισμό και τον ηθικισμό, δηλαδή την αλλοίωση της όντως φύσεως της ευσέβειας και του ήθους αντίστοιχα. Ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη άνετα αφήνεται στην κατάκριση, στο «θάνατο» του άλλου, άρα και του Θεού, στο «θάνατο» του Θεού (κατά Nietzsche), άρα και του άλλου, αφού κατά Levinas Θεός και άνθρωπος είναι αλληλένδετοι. Ο φανατικός άνθρωπος έχει συνηθίσει την πώρωση. Και φυσικά μία τέτοια κατάσταση (είτε αφορά την πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική θεώρηση των πραγμάτων) υψώνει τοίχος στον άνθρωπο που φανατίζεται. Τοίχος που τον απομονώνει τόσο από το Θεό, όσο και από τους ανθρώπους.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί αρκετοί, συνάμα και ελάχιστοι, προφήτες, σωτήρες, θαυματοποιοί της ορθόδοξης πίστης.Προσπαθώντας στην αγωνία τους να περιφρουρήσουν αυτό που δεν καταφέρνουν να ζήσουν, σκοντάφτουν, περδικλώνονται και κατρακυλούν στην πτώση που οι ίδιοι δημιουργούν. Ορθώνουν τοίχος απέναντι στο «ανίερο» και «βέβηλο», το «ρυπαρό» και «αιρετικό». Υπερασπίζονται την ορθόδοξη πίστη, αποστηθίζουν συγκεκριμένα πατερικά χωρία, αγνοούν την ίδια τη φύση των Πατέρων, τα ίδια τους τα γραπτά κείμενα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων αποστηθίζουν τις σωστές πατερικές ρήσεις έναντι των αιρετικών, αγνοώντας την ίδια στιγμή πως ένας Μάξιμος Ομολογητής ή ένας Γρηγόριος Παλαμάς υπήρξαν ταυτόχρονα και μεγάλοι φιλόσοφοι, και όχι απλά και κατ’ αποκλειστικότητα πολέμιοι των αιρετικών.
Η ορθοδοξία δεν είναι ένα μανιφέστο, μία διακήρυξη ιδεών, κατηγοριών, απαγορεύσεων και νομικίστικων διατάξεων δικαιικού χαρακτήρα. Είναι τρόπος ζωής, είναι το πώς του ανθρώπινου προσδιορισμού, της ανθρώπινης λειτουργίας. Το πώς της τοποθέτησης του ανθρώπου απέναντι στο Θεό, στον εαυτό του και στους άλλους. Έχει αγάπη, ευχαριστιακή αγάπη όπως σημειώνει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς. Διασφαλίζει όμως το είναι της, για να θυμηθούμε λίγο τον Heidegger, μέσα στην ενότητα της και συγκεκριμένα την ενότητα της πίστεως. Η αγάπη προϋποθέτει την πίστη και την ελπίδα. Και το γεγονός ότι η φύση της είναι ευχαριστιακή, το βλέπουμε στη Θεία Λειτουργία όπου ο ιερέας εύχεται «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ακούγεται στις μέρες μας πως η ορθοδοξία κινδυνεύει. Συχνά πυκνά στα όρια μιας ημιμάθειας ή ακόμη και ηθελημένης άγνοιας οι υπερορθόδοξοι θεωρούν πως αποτελούν το ιερό κατάλοιπο της σύγχρονης κοινωνίας. Πάντα έβλεπαν, παντού βλέπουν και θα εξακολουθούν να βλέπουν την αμαρτία να υπερπερισσεύει και τη χάρη να πλεονάζει κατ’ αντιστροφή του σχετικού χωρίου. Αυτός ο θεολογικός πεσιμισμός, η θεολογική γκρίνια σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύουν την αλήθεια των πραγμάτων. Καλλιεργώντας φοβικά και ενοχικά σύνδρομα το μόνο που καταφέρνουν είναι να ελέγχουν τον άνθρωπο, ο οποίος εκείνος είναι που κινδυνεύει από τα φληναφήματα και τις φιλοσοφικές μεταπηδήσεις στο χώρο του μη υπαρκτού. Η ορθοδοξία δεν κινδυνεύει.Η ορθοδοξία κάποτε υπερασπίστηκε από άξιους Πατέρες που είχαν όμως αγάπη και όταν ακόμη επιτιμούσαν τους αιρετικούς πάλι αγάπη είχαν, έμπονη αγάπη για την αλήθεια της Εκκλησίας. Να πονάεις και ν’ αγαπάεις όπως έλεγε ο όσιος Πορφύριος. Βρίσκονταν μακριά από εγωπάθειες, στοιχείο που δεν εκλείπει στο κίνημα των σύγχρονων υπερορθόδοξων. Ήλεγχαν με αγάπη, με διάκριση και όχι παρακινούμενοι από εωσφορική έπαρση και αμετροέπεια. Γνώριζαν την αλήθεια της ορθοδοξίας της Ανατολικής Εκκλησίας και την υπερασπίζονταν με πνεύμα Θεού και όχι με πνεύμα αφ’ εαυτών.
Η ορθοδοξία δεν κινδυνεύει. Ο άνθρωπος κινδυνεύει εκτός της ορθοδοξίας. Ο άνθρωπος των ανυποψίαστων και μη γεγυμνασμένων αισθητηρίων στην ασκητική της αγάπης, του πνεύματος, της αλήθειας ἐν Χριστῷ.
Έχουμε την ευλογία ο πνευματικός μας οίκος, το Φανάρι, να κοσμείται από την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο.Έναν άνθρωπο που έχει βάθος και όχι επιφάνεια. Πνευματικό άνδρα με επίγνωση της αποστολής και του ρόλου που καλείται σ’ αυτή την εποχή να διαδραματίσει η ορθοδοξία. Κι εύχομαι και προσεύχομαι ο άγιος Θεός να Τον διατηρεί υγιή, μακροημερεύοντα, ορθοτομούντα τον λόγο της αληθείας Του.
Στέκομαι για λίγο στο γεγονός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και το συνδέω με την αυριανή ημέρα, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος από μόνη της, ως ένα γεγονός που τελέστηκε στο χρόνο αποτελεί ένα ύψιστο πνευματικό κατόρθωμα.Η ορθόδοξη διασπορά, οι διαφορετικές ορθόδοξες φωνές ενώθηκαν. Και ενώθηκαν όχι απλά σε ένα χώρο, αλλά στον κατεξοχήν μυσταγωγικό χώρο φανέρωση της Τριαδικής δόξης του Θεού, τη σύναξη επί το αυτό∙ την ευχαριστιακή σύναξη. Αυτή η σύναξη μας ενώνει εμάς τους ορθόδοξους με τον Θεό, καθώς κατά Κύριλλο Αλεξανδρέα «τω Θεώ και Πατρί συνήψα δι’ εμαυτού, κοινωνούς ώσπερ και μετόχους αποτελών της αφθαρσίας αυτού». Αυτή η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος παρά τις όποιες αδυναμίες του δύσκολου αυτού εγχειρήματος, υπήρξε σημείο συνάντησης των ορθοδόξων φωνών. Παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε από όσους απογοητεύτηκαν που συνήλθε, δεν είναι επουδενί αιρετική όπως διακηρύσσουν αμετροεπώς τα φληναφήματα τους φωνές που αποδεικνύονται αυτονομημένες από το σώμα της Εκκλησίας και αρνητές αναγνώρισης και μνημόνευσης του Επισκόπου τους.
«Δεν είναι του καθενός, αγαπητοί, να φιλοσοφεί περί Θεού∙ δεν είναι του καθενός. Το πράγμα αυτό δεν είναι τόσο εύθηνο και χαμηλό. Και θα προσθέσω, δεν είναι δυνατόν πάντοτε, ούτε σε όλους, ούτε σε όλα, αλλά μόνο μερικές φορές, και σε μερικούς, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις… Και πότε; Όταν είμαστε απαλλαγμένοι από την έξω λάσπη και ταραχή, και το ηγεμονικό μας δεν συγχύζεται με μοχθηρές και πεπλανημένες παραστάσεις» (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΚΖ΄, Κατά ευνομιανών προδιάλεξις, ΕΠΕ 4, σ. 15).