ΠΕΡΙ ΟΡΙΩΝ
(Λόγος λεχθεὶς τὴν 30ὴν Ἰανουαρίου 2014
ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
εἰς τὴν Αἴθουσαν τοῦ Θρόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου)
ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Ἡ νεολαία ἔχει οὐχὶ καλοὺς τρόπους, περιφρονεῖ τὴν αὐθεντίαν καὶ
δὲν σέβεται τοὺς γηραιοτέρους"
(Σωκράτης)
Ἱερώτατοι, Ἐντιμολογιώτατοι, Κυρίες καὶ Κύριοι,
Τὰς ἀνωτέρω λέξεις τοῦ ἀρχαίου σοφοῦ (5. αἰ. π.Χ.) συχνάκις ἐνωτιζόμεθα καὶ σήμερον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον σημαίνει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀλλάσσουν. Ἐξ ἄλλου πάντοτε ὑφίσταται τὸ "πρόβλημα τῶν γενεῶν", τὸ ὁποῖον συνδέεται καὶ μὲ τὰ σπουδαῖα θέματα τῆς ἱστορικῆς συγχρονικότητοςκαὶ δή: τῆς "ἑτεροχρονικότητος"τῆς συγχρονικότητος, τῆς ὁμαδοποιούμενης ἰσχύος τῆς συγχρονικότητος καὶ τῆς συγχρονικότητος καὶ συγχρονοηλικίας. Ἡ ἑτεροχρονικότης τῆς συγχρονικότητος δίδει εἰς τὴν ἱστορικὴν εἰκόνα πολυστρωματικὸν βαθυχῶρον. Πολύπλευροι δὲ καὶ ἀντιθετικαὶ ἀπόψεις διαρκῶς διασπαθίζονται ἐν προκειμένῳ (W. Pinder, Das Problem der Generation in der Kunstgeschichte Europas, Μόναχον 1961.). Διὸ καὶ ἐθεώρησα καλὸν νὰ Σᾶς ὁμιλήσω σήμερον περὶ τῆς ἐννοίας τῶν ὁρίων, καθ’ ὅσον αὕτη συνδέεται ἀμέσως πρὸς τὰ ἀνωτέρω.
Ἡ λέξις ὅριον, ὑποκοριστικὸν τοῦ ὅρος, δηλοῖ τὴν γραμμὴν εἰς τὴν ὁποίαν περατοῦται ἔκτασις, τὸ σύνορον καὶ μεταφορικῶς τὸ ἄκρον σημεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον φθάνει τι, τὸ τέρμα, τὰ ὁρόσημα. Γνωσταὶ τυγχάνουν ἐν προκειμένῳ καὶ αἱ ἐκφράσεις: ἐξηντλήθη κάθε ὅριον ὑπομονῆς – ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ ἀνέφικτου, ἐξέρχομαι τῶν ὁρίων (τὸ παρακάνω), δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι ἀνεξάντλητος.
Ἀπαντᾶ εἰς τὴν ἡλικίαν, τὴν πίστην, τὴν ἐκκλησίαν, τὴν ἐπιστήμην, τὴν τεχνολογίαν, τὸν ὑγιῆ φεμινισμόν, τὰ μαθηματικά, τὴν μηχανικὴν ὡς ὅριον ἐλαστικότητος (διαρροῆς), τὸ ὁποῖον ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ὑλικοῦ τῆς κατασκευῆς, τῆς φορτίσεως τοῦ μηχανήματος, τῆς διατάξεως τῶν τεμαχίων, καὶ ποὺ δύναται νὰ ὁδηγήσει εἰς ἀνελαστικὴν καὶ ἀπλαστικὴν παραμόρφωσιν καὶ ἀλλαχοῦ.
Τὰ ὅρια δυνατὸν νὰ ἀναφέρονται καὶ εἰς τὰς ἐκφράσεις, τὰς συνομιλίας, τὸν πολιτισμόν, τὴν γραφειοκρατείαν, τὴν κτηματικὴν περιουσίαν, τὴν ἔκτασιν τῆς κρατικῆς κυριαρχίας κλπ.
Ἄνευ σαφῶν ὁρίων χάνουν οἱ ἄνθρωποι τὸν προσανατολισμόν των. Τὰ ὅρια δύνανται νὰ εἶναι μεγάλα ἢ μικρά, γενικὰ ἢ εἰδικά, αὐστηρὰ καὶ ἀμετάβλητα, χαλαρὰ καὶ μεταβλητά, εὐχερῆ ἢ δυσχερῆ καὶ δύσβατα. Ἕκαστος ὀφείλει ὁ ἴδιος νὰ σχεδιάζει τὴν ζωήν του – καὶ πολλοὶ ἀποτυγχάνουν σ’ αὐτό. Ἐπίσης ἠμπορεῖ νὰ δεχθεῖ ἢ οὒ αὐτὰ ἐφ’ ὅσον ἔχουν τεθεῖ ὑπὸ ἄλλων, νὰ τὰ διατηρήσει ἢ νὰ τὰ ὑπερβεῖ. Καὶ ὅσον εὐεργετικὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ διατήρησις καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς αὐτά, τόσον καταστρεπτικὴ δύναται νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ ἡ ὑπέρβασις αὐτῶν, καίτοι οὐχὶ πάντοτε. Βραδέως ἐξάγεται ἄρα ἡ διαπίστωσις, ὅτι οὐχὶ κάθε ὅριον εἶναι μία ὕβρις, ἀλλὰ μερικὰ ἀποβαίνουν καὶ μία εὐλογία.
Ἕκαστον ὅριον εἶναι μία πρόκλησις–εἴτε ὡς τεῖχος, ὡς περίφραξις, ὡς κιγκλίδωμα, ὡς χάνδαξ– φυσικὰ ἢ πολιτικά, ὑλικὰ ἢ τεχνικά, τῆς γνώσεως, τῆς σωματικῆς δυνάμεως ἢ τῆς διαρκείας τῆς ζωῆς. Καὶ κατ’ αὐτῶν ἔχουν ἀντιταχθεῖ συχνάκις οἱ ἄνθρωποι ὄντες ἀπηλπισμένοι, πολλάκις ὅμως ἐπιτυχῶς.
Ἐὰν ἡ καρδία μας λέγει, ὅτι ἡ ζωή μας ἔχει γίνει ἄνευ ἐννοίας, τότε δέον νὰ θέσωμεν ὅρια καὶ νὰ τολμήσωμεν τὴν νέαν ἀρχήν. Μερικὰ σύνορα δημιουργοῦνται διὰ νὰ ἀσφαλίσουν τὴν ἰσχὺν τῶν κρατούντων, ἐνῶ ἕτερα διὰ εὐαισθητοποίησιν τοῦ κόσμου.
"Ὄπισθεν"τοῦ ὁρίζοντος ὑπάρχει συνέχεια…! Ἄγνωστον ὅμως ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ. Καὶ ὅμως ἐπιθυμοῦμεν πάσῃ θυσίᾳ νὰ μεταβῶμεν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος ὑπερφαλαγγίζει διὰ μίαν φορὰν τὰ ὅρια, δὲν δύναται πλέον πρὸς τὰ ὀπίσω (I. Dünzer-Vanotti). Ἡ νοσταλγία δὲν ἔχει ὅρια. Ὅπως εἷς ἱστάμενος αἰσθάνεται ἐλευθερίαν ὑπεράνω τῶν νεφῶν (K. Hofmeister). Ὁ Μυστικισμὸς διδάσκει τὴν ὑπέρβασιν ὅλων τῶν ὁρίων καὶ ἀντιθέσεων καὶ ἐν τούτοις παραμένει ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς καθημερινότητος (G. Fuchs).
Σήμερον πολλὰ χαρακτηρίζονται ἄνευ ὁρίων, "ἄνευ συνόρων"ὅπως: ἡ ἀγάπη, ὁ πλοῦτος, ἡ ζωή, ἡ εὐτυχία, τὰ εὐρωπαϊκὰ δῆθεν κράτη, οἱ ἰατροί, οἱ καλλιτέχναι καὶ συντηρηταί, ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ βία καὶ ἄλλα. Εἶναι τοῦτο εὐλογία ἢ κατάρα; Ἐφ’ ὅσον ὄπισθεν αὐτῶν ὑποκρύπτεται καὶ δραστηριοποιεῖται ἡ ἀρνητικὴ παγκοσμιοποίησις, ἀποσκοποῦσα εἰς τὴν ἰσοπέδωσιν καὶ τὸν ἔλεγχον τῶν πάντων, τὴν ἀπώλειαν τῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ.
Σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας γεφυρώνουν τὰ πρότερον ἀγεφύρωτα. Ἠλεκτρονικὰ μέσα στρέφονται περὶ τὴν ὥραν, ἐξανεμίζοντας τὰ ὅρια ἡμέρας καὶ νυκτός. Ὁ ἠλεκτρισμὸς ἐκρηγνύει τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρωπίνου μόχθου, ἡ ἰατρικὴ μεταθέτει καὶ ἐπιμηκύνει τὰ ὅρια τῆς ζωῆς, ἡ οἰκονομία ὑπερθεματίζει τὰ ἐθνικὰ σύνορα.
Τὰ ὅρια ἀνήκουν εἰς τὴν ζωήν, διότι τὰ χρειάζεταί τις: Τὰ παιδία διὰ νὰ ἠμποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν ἀσφαλῶς. Καὶ οἱ γονεῖς διὰ νὰ μὴ πληγώνουν τὰ τέκνα των καὶ τὰ καταχρῶνται. Οἱ διαρκῶς ὑπερβαίνοντες τὰ ὅριά των, κάποτε σωριάζονται. Μερικοὶ δὲ ὀφείλουν συστηματικῶς νὰ ἐκγυμνάζονται, διὰ νὰ ὁριοθετοῦνται, λέγοντες καὶ μίαν φορὰν τὸ "ὄχι". Παρ’ ὅλα ταῦτα ἀναπτερώνει ἡμᾶς ἡ νοσταλγία πρὸς τὸ Ἄνευ ὁρίων – πάντοτε καὶ διαρκῶς (2- Publik-Forum Extra, Grenzen. Annehmen. Bewahren. Überwinden, ἀρ. 12 (2012).).
Ἂς σεβόμεθα λοιπόν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ ἄνδρες, τὰ ὅρια ἐν πᾶσιν καὶ ἂς μὴ ἐπεμβαίνωμεν ἔστω καὶ διὰ τροπολογίας εἰς τὰ δίκαια χώρων ἀλλοτρίων, διὰ νὰ ἀποσωβήσωμεν τὸ χάος καὶ ἂς μὴ λησμονῶμεν τὸ τοῦ Ψαλμωδοῦ "ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν" (Ψαλμ. 103, 9).
Χρόνια Πολλὰ