Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου
κατά τό Σεμινάριον
«ΣΠΟΝΔΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ:
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ»
(10 Ἀπριλίου 2014)
Ἐλλογιμώτατοι ἐκπαιδευτικοί,
Ἀγαπητοί μαθηταί,
Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά μας διότι ἔχομεν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν σήμερον τούς ἐκπαιδευτικούς τῆς Δευτεροβαθμίου Ἐκπαιδεύσεως τοῦ Νομοῦ Χαλκιδικῆς, πραγματοποιοῦντας προσκυνηματικήν ἐπίσκεψιν εἰς τήν εὐλογημένην γῆν τῆς Καππαδοκίας, βαδίζοντες ἐπί τά ἴχνη ἑνός πιστοῦ τέκνου τῆς Μικρασιατικῆς γῆς, τοῦ νομπελίστα ποιητοῦ Γεωργίου Σεφέρη, ὁ ὁποῖος τόν Ἰούλιον τοῦ 1950, ἐργαζόμενος τότε εἰς τήν Πρεσβείαν τῆς Ἀγκύρας, περιηγήθη τήν γῆν τῶν πατέρων του, πραγματοποιῶν μίαν παλαιάν του ἐπιθυμίαν.
Ἡ διοργάνωσις αὐτοῦ τοῦ Σεμιναρίου συμπίπτει μέ τήν ἐπέτειον τῆς συμπληρώσεως πεντακοσίων ἑξήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆςὑπό τοῦ μακαρίου προκατόχου ἡμῶν καί πρώτου Πατριάρχου μετά τήν ἅλωσιν, Γενναδίου Σχολαρίου. Διά τοῦτο καί αἰσθανόμεθα τό σεμινάριον αὐτό, τό ὁποῖον πραγματοποιεῖται εἰς μίαν Σχολήν περίπυστον, ἱδρυμένην ὑπό Ἱεράρχου ὁ ὁποῖος συνεδύαζε τήν λιπαράν παιδείαν καί μόρφωσιν μέ τήν βαθεῖαν εὐσέβειαν καί τόν ζῆλον διά τήν ὀρθόδοξον πίστιν, μέ ἀντικείμενον τήν περιήγησιν ἑνός μεγάλου ποιητοῦ εἰς τήν παναρχαίαν κοιτίδα τῆς χριστιανικῆς παραδόσεώς μας, τήν Καππαδοκίαν, τό αἰσθανόμεθα, λέγομεν, νά ὑπενθυμίζῃ τήν ἀδιάλειπτον διαχρονικήν πνευματικήν ἑνότητα τοῦ Γένους μας• μίαν ἑνότητα, ἡ ὁποία δέν περιορίζεται χρονικῶς ἤ τοπικῶς, καθώς πηγάζει ἀπό μίαν ζωήν χριστοκεντρικήν, ὅπως ἦτο ἡ ζωή τῶν Ρωμαίων –τῶν Ρωμηῶν- προγόνων μας εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις αὐτῆς. Τοῦτο εὐστόχως περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Σεφέρης, γράφων μετά τήν περιήγησιν αὐτοῦ εἰς τήν Καππαδοκίαν, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε ἀφορμήν διά τήν ἀνακάλυψιν ἑνός κόσμου:
«Τό τελευταῖο τοῦτο φῶς πού ρίχνει στόν κόσμο τό Βυζάντιο εἶναι μιά δέσμη πού πηγάζει ἀπό δύο ἑστίες. Ἡ μιά, τῆς Πόλης, δίνει τήν εὐγένεια καί τή χάρη• ἡ ἄλλη τῶν μοναστηριῶν τῆς Καππαδοκίας δίνει τόν παλμό καί τή δροσιά μιᾶς χειροπιαστῆς ζωῆς». «Χριστέ βοήθει», διαβάζεις τό μονόγραμμα τοῦ Σταυροῦ, καθώς περνᾶς τήν πόρτα τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς κι᾿ ἀκοῦς τά περιστέρια νά χτυποῦν τά φτερά τους κάτω ἀπό τούς μεγάλους θόλους. «Κύριε, βοήθει τόν δοῦλο σου … Κύριε, βοήθει …», ἔλεγαν τά μονόπετρα μοναστήρια μέσα στίς ἔρημες λαγκαδιές [τῆς Καππαδοκίας]. Πέρα, κοντά στά τείχη, στή Μονή τῆς Χώρας, ἕνα ψηφιδωτό κυπαρίσσι παίζει ἀκόμη μέ τήν πνοή τοῦ ἀγέρα. Στή γειτονιά τοῦ Νικήτα τοῦ Χωνιάτη, στόν Ἅγιο Θόδωρο, οἱ βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ ἀνασαίνουν ἀκόμη γύρω ἀπ᾿ τή Θεοτόκο μέ τό βρέφος.
Συλλογίζεσαι τήν ἀνάλωση δυό μεγάλων παραδόσεων μέσα στήν τελειότητα μιᾶς, μοναδικῆς, καινούργιας δημιουργίας• αὐτό τό συγκλονιστικό φαινόμενο πού σοῦ δείχνει τό λυγερό κυπαρίσσι. Συλλογίζεσαι πώς μόλις τώρα, ἴσως ἐπειδή ἔρχεσαι ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀρχίζεις νά καταλαβαίνεις τό Βυζάντιο» (Γ. Σεφέρη, «Τρεῖς μέρες στά μοναστήρια τῆς Καππαδοκίας, γ΄ ἔκδ., Ἀθήνα 2005, σελ. 36-37).
Μέ τήν βοήθειαν, λοιπόν, τῆς περιηγήσεως εἰς τήν Καππαδοκίαν, ὁ ποιητής κατενόησε βαθύτερον τήν ἀξίαν τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, εἰς ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν αὐτός ἦτο ἀκόμη περιφρονημένος, καθ᾿ ὅτι ἐθεωρεῖτο σκοτεινή περίοδος, ὁ ἰδικός μας μεσαίων. Διά τοῦτο εἰς τό ἡμερολόγιον τῆς ἐπισκέψεώς του θά γράψῃ: «Ὁ “ἔνδοξός μας βυζαντινισμός” δέν εἶναι ἕνα ἱερατικό σχῆμα ἀπολιθωμένο, μήτε μιά ἀφορμή γιά νά ἐξουδενώσουμε τά ἔργα πού δέν μᾶς ἀρέσουν• ἀλλά μιά ἀδιάκοπη κίνηση ἰδεῶν…, μιά ζύμωση, ἕνα διυλιστήριο. Στό Βυζάντιο, ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὑπάρχουν τόσα πράγματα πού δέν τά ὑποψιαζόμαστε, πού τά νομίζουμε ἀλλόψυχα, γιατί πιστεύουμε ἑλληνικό οἱ περισσότεροι -ἀλίμονο ἀκόμη- ὅ,τι φαίνεται ἀπό τήν Ἀκαδημία ἤ τήν Πλατεία τοῦ Συντάγματος. Τό συλλογίζεται κανείς αὐτό, ἐπίπονα, σέ τοῦτες τίς παρυφές» (ὅ.π., σελ. 27).
Τρία ἔτη μετά τήν περιήγησιν τοῦ Σεφέρη εἰς τήν Καππαδοκίαν, τόν Ἀπρίλιον τοῦ 1953,ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου μακαριστός Γέρων Γαβριήλ, ἐκπροσωπῶν τό Ἅγιον Ὄρος εἰς τό ἐν Θεσσαλονίκῃ 9ον Βυζαντινολογικόν Διεθνές Συνέδριον, θά εἴπῃ τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ὑπῆρξεν ἐποχή, κατά τήν ὁποίαν τά μοναρχικά κράτη, καί πρό πάντων τά θεοκρατικά, ὅπως τό παπικόν καί βυζαντινόν, ἐδυσφημοῦντο ὅλως ἀβασανίστως. Ἡ συκοφαντία, ἡ παραποίησις καί ἡ διαστροφή ὠργίασαν εἰς βάρος των, καί διά τό τελευταῖον ἐπλάσθη τότε καί ὁ ὅρος “βυζαντινισμός”, ὑποσημαίνων κοινωνικήν καί διοικητικήν παράλυσιν. Ὅμως φωτειναί διάνοιαι, εὐγενεῖς ψυχαί...διέλυσαν τόν τεχνητόν ἐκεῖνον καί κακόβουλον συσκοτισμόν. Ἀπέδειξαν εἰς τόν κόσμον ὅλον ὅτι τό κράτος τό βυζαντινόν, ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία, παρήγαγεν ἕνα ὑπέροχον ἑλληνοχριστιανικόν πολιτισμόν, ἠγωνίσθη ἐπί αἰῶνας ἐναντίον τῶν ἀπό βορρᾶ καί ἐξ ἀνατολῶν ρευμάτων, καί ὅτε ἐν τῇ ἀνίσῳ πάλῃ της ἔπεσε ἐνδόξως, ἀπέβη καί πάλιν ὠφέλιμος εἰς τήν ἀνθρωπότητα. Διά τῶν σοφῶν καί λογίων της μετέφερεν εἰς τήν Δύσιν τά ἑλληνικά γράμματα καί συνετέλεσεν εἰς τήν ἐκεῖ ἀναγέννησιν τῶν τεχνῶν καί ἐπιστημῶν» («Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη 18/3, 1953, σελ. 166-167).
Τήν δρόσον αὐτήν καί τήν ἱκμάδα τοῦ χριστοκεντρικοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ ᾐσθάνθη ὁ Σεφέρης κατά τήν ἐπίσκεψίν του εἰς τήν Καππαδοκίαν, ἡ ὁποία τόν ἐβοήθησε νά συνειδητοποιήσῃ βαθύτερον τί προσέφερεν ὁ πολιτισμός αὐτός εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς ταυτότητος τοῦ νεοέλληνος, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζει εἰς τήν σύνθεσιν τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα, «τῶν Καππαδόκων τό τερπνόν καί πανθαλές τε ρόδον, τόν τῆς ἀνδρείας στέφανον, τήν κεφαλήν τῆς τόλμης».
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅλους ἐσᾶς τούς ἐλθόντας ἀπό τῆς Χαλκιδικῆς, ἡ ὁποία διατηρεῖ εἰς τούς κόλπους αὐτῆς ἕνα ἀειθαλές τμῆμα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τό Ἅγιον Ὄρος, ἐδῶ εἰς τήν πόλιν τῆς Θεοτόκου, τήν κατάμεστον ἀπό βυζαντινά μνημεῖα, τήν ἄλλοτε πρωτεύουσαν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, διά νά ἀνακαλύψετε, μέ τήν βοήθειαν τοῦ ποιητοῦ, τό κεκρυμμένον μεγαλεῖον της εἰς τίς λαγκαδιές τῆς Καππαδοκίας καί εἰς τίς λαξευμένες Ἐκκλησίες της.
Εἴθε τό ἀρχόμενον Σεμινάριον, ὡς πνευματικόν μνημόσυνον τοῦ ποιητοῦ, νά φωτίσῃ καλλίτερον τάς πτυχάς τῆς πνευματικῆς σχέσεως αὐτοῦ μετά τῆς μητρικῆς μικρασιατικῆς γῆς,καί ἡ μνήμη αὐτοῦ νά εἶναι ἀγήρως.
Μέ ἰδιαιτέραν ἱκανοποίησιν λοιπόν κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου, ἐκφράζομεν καί προσωπικῶς τάς εὐχαριστίας μας διά τό ἐνδιαφέρον σας διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν ὁμογένειαν, καί εὐχόμεθα πατρικῶς πλουσίαν τήν εὐλογίαν τῶν ἁγίων τῆς Καππαδοκίας εἰς τήν συνέχειαν τοῦ ταξειδίου σας, ὥστε αὐτό νά εἶναι καρποφόρον καί πλούσιον εἰς βιώματα πνευματικά, ὅπως αὐτά τά ὁποῖα ἔζησεν ὁ Σεφέρης.
Εὐχόμεθα δέ αἰσίαν ἐπάνοδον εἰς τήν πατρίδα σας καί ἐν εἰρήνῃ νά διέλθετε τήν ἐπί θύραις Μεγάλην Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, εὐφροσύνως δέ νά ἑορτάσετε τήν λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ.
Τέλος, εὐχαριστίας ἐπιγράφομεν εἰς τήν Ἐφορείαν, τήν Λυκειάρχην καί τούς ἐκπαιδευτικούς τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, διά τήν φιλοξενίαν τῆς ἡμερίδος ταύτης, ἐκφράζοντες εἰς αὐτούς τήν ἡμετέραν εὐαρέσκειαν διά τάς καταβαλλομένας ὑπ᾿ αὐτῶν προσπαθείας πρός παροχήν εὐρυτέρας παιδείας εἰς τούς μαθητάς της διά τῆς ἀναπτύξεως καί καλλιεργείας πνευματικῶν δεσμῶν μετ᾿ ἄλλων ἐκπαιδευτηρίων, ἐξ Ἑλλάδος κυρίως.
Καλήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Ἑβδομάδα καί Καλόν Πάσχα!