Ιστορική υπήρξε η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και της συνοδείας του στον Ιερό Ναό Προφήτου Ηλιού Φραγκφούρτης, την Δευτέρα 12 Μαΐου το απόγευμα.
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη υποδέχθηκαν ιερείς και πλήθος ενοριτών της ευρύτερης περιοχής Ρήνου-Μάιν (παρόλο το εργάσιμο της ημέρας κατέφθασαν περί τους 2.000 πιστών).
Με θερμά λόγια πατρικής αγάπης απευθύνθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στους πιστούς, μετά το πέρας της Δοξολογίας και επιδαψίλευσε τις πατρικές του ευχές και ευλογίες στους παρισταμένους.
Συγκινητική ήταν η συμμετοχή των παιδιών που κατέκλυσαν το Ναό και υποδέχθηκαν τον Πατριάρχη ψάλλοντας με παλμό το "Χριστός Ανέστη". Ελληνορθόδοξοι μαθητές από το ελληνογερμανικό νηπιαγωγείο, το ελληνικό σχολείο, το ελληνογερμανικό σχολείο, τα γερμανικά σχολεία τα απογευματινά τμήματα μητρικής γλώσσης και τα κατηχητικά σχολεία περικύκλωσαν τον Πατριάρχη με τη χαρά έκδηλη στα πρόσωπά τους. Συγκίνησαν δε τους πάντες όταν παρέδωσαν στον Οικουμενικό μαζί με την αγάπη τους, τέσσερα τετράδια για τους τέσσερις μαθητές του νεοϊδρυθέντος ελληνικού σχολείου της Ίμβρου, ένα αλφαβητάριο για τη βιβλιοθήκη του σχολείου, ένα τετράδιο με ζωγραφιές και κείμενα για τον Πατριάρχη και μια επιταγή για την ενίσχυση του σχολείου της Ίμβρου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δώρησε στο Ναό μία αργυρή κανδήλα, η οποία θα καίει ακοίμητος εμπρός στην εφέστιο εικόνα της ενορίας, πιστό αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας του Άξιον Εστί.
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τη συνοδεία του τίμησαν με την παρουσία τους ο γενικός γραμματέας του κρατιδίου της Έσσης, εκπρόσωπος του πρωθυπουργού, η γενική πρόξενος της Ελλάδος, οι γενικοί πρόξενοι, πρόξενοι και επίτιμοι πρόξενοι Ρωσίας, Αρμενίας, Γεωργίας, Σερβίας, Κροατίας, Μαυροβουνίου, Αιθιοπίας, Κύπρου, Τουρκίας και Αιγύπτου, ομόδοξοι ιερείς, εκπρόσωποι ετεροδόξων εκκλησιών και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, εκπρόσωποι του δήμου Φραγκφούρτης, οι ελληνικές κοινότητες και όλοι οι ελληνικοί εθνικοτοπικοί, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι της περιοχής.
Νωρίτερα ο Πατριάρχης προσκύνησε την κάρα του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου που φυλάσσεται στον ομώνυμο ρωμαιοκαθολικό καθεδρικό ναό της Φραγκφούρτης,όπου συνάντησε και τον Υπερδήμαρχο της πόλης κ. Feldmann.
Έπειτα ο Πατριάρχης συναντήθηκε με όλους τους ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας και τέλεσε Δοξολογία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Φραγκφούρτης,ένα στολίδι βυζαντινής αρχιτεκτονικής κτισμένου στο μέσον του κεντρικού πάρκου της πόλης.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τελεί ποιμαντική επίσκεψη στη Γερμανία από 10ης έως και 19ης Μαΐου, επ'ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας.
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη υποδέχθηκαν ιερείς και πλήθος ενοριτών της ευρύτερης περιοχής Ρήνου-Μάιν (παρόλο το εργάσιμο της ημέρας κατέφθασαν περί τους 2.000 πιστών).
Με θερμά λόγια πατρικής αγάπης απευθύνθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στους πιστούς, μετά το πέρας της Δοξολογίας και επιδαψίλευσε τις πατρικές του ευχές και ευλογίες στους παρισταμένους.
Συγκινητική ήταν η συμμετοχή των παιδιών που κατέκλυσαν το Ναό και υποδέχθηκαν τον Πατριάρχη ψάλλοντας με παλμό το "Χριστός Ανέστη". Ελληνορθόδοξοι μαθητές από το ελληνογερμανικό νηπιαγωγείο, το ελληνικό σχολείο, το ελληνογερμανικό σχολείο, τα γερμανικά σχολεία τα απογευματινά τμήματα μητρικής γλώσσης και τα κατηχητικά σχολεία περικύκλωσαν τον Πατριάρχη με τη χαρά έκδηλη στα πρόσωπά τους. Συγκίνησαν δε τους πάντες όταν παρέδωσαν στον Οικουμενικό μαζί με την αγάπη τους, τέσσερα τετράδια για τους τέσσερις μαθητές του νεοϊδρυθέντος ελληνικού σχολείου της Ίμβρου, ένα αλφαβητάριο για τη βιβλιοθήκη του σχολείου, ένα τετράδιο με ζωγραφιές και κείμενα για τον Πατριάρχη και μια επιταγή για την ενίσχυση του σχολείου της Ίμβρου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δώρησε στο Ναό μία αργυρή κανδήλα, η οποία θα καίει ακοίμητος εμπρός στην εφέστιο εικόνα της ενορίας, πιστό αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας του Άξιον Εστί.
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τη συνοδεία του τίμησαν με την παρουσία τους ο γενικός γραμματέας του κρατιδίου της Έσσης, εκπρόσωπος του πρωθυπουργού, η γενική πρόξενος της Ελλάδος, οι γενικοί πρόξενοι, πρόξενοι και επίτιμοι πρόξενοι Ρωσίας, Αρμενίας, Γεωργίας, Σερβίας, Κροατίας, Μαυροβουνίου, Αιθιοπίας, Κύπρου, Τουρκίας και Αιγύπτου, ομόδοξοι ιερείς, εκπρόσωποι ετεροδόξων εκκλησιών και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, εκπρόσωποι του δήμου Φραγκφούρτης, οι ελληνικές κοινότητες και όλοι οι ελληνικοί εθνικοτοπικοί, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι της περιοχής.
Νωρίτερα ο Πατριάρχης προσκύνησε την κάρα του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου που φυλάσσεται στον ομώνυμο ρωμαιοκαθολικό καθεδρικό ναό της Φραγκφούρτης,όπου συνάντησε και τον Υπερδήμαρχο της πόλης κ. Feldmann.
Έπειτα ο Πατριάρχης συναντήθηκε με όλους τους ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας και τέλεσε Δοξολογία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Φραγκφούρτης,ένα στολίδι βυζαντινής αρχιτεκτονικής κτισμένου στο μέσον του κεντρικού πάρκου της πόλης.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τελεί ποιμαντική επίσκεψη στη Γερμανία από 10ης έως και 19ης Μαΐου, επ'ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας.
Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ.κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΣ,
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΕΞΙΩΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ
(12 Μαΐου 2014)
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε,
Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Εὐχαριστήσαντες πρὸ ὀλίγου ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ διὰ τῆς Δοξολογίας τὸν Θεὸν ὁ Ὁποῖος ἐπεδαψίλευσεν εἰς ἡμᾶς τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων συναντήσεως καὶ τῆς κοινῆς προσευχῆς, εὐχαριστοῦμεν τώρα καὶ ἅπαντας ὑμᾶς τοὺς προσελθόντας διὰ νὰ ἐκδηλώσητε τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα τιμῆς, σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα, τὸν Πατριάρχην σας. Ὅλως ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμεν τοὺς ἐλθόντας πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀπὸ τὴν εὐρυτέραν περιοχὴν τῆς Ἔσσης, τοὺς ἐκλεκτοὺς Γερμανοὺς προσκεκλημένους καὶ φίλους τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας καὶ τῆς ἐνορίας ταύτης, συγχρόνως δὲ καὶ τοὺς ἐκπροσωποῦντας τὸν Σύλλογον Κωνσταντινουπολιτῶν, καὶ ἀπευθύνομεν πρὸς ἅπαντας τὸν πασχάλιον χαιρετισμόν «Χριστὸς ἀνέστη».
Εὑρισκόμενοι ἀπὸ τῆς χθὲς εἰς τὴν μεγαλούπολιν ταύτην, τὴν ἀποκαλουμένην καὶ οἰκονομικὴν πρωτεύουσαν τῆς Εὐρώπης, εἴχομεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἴδωμεν τὰ ἐπιβλητικὰ κτήρια τὰ ἀντανακλῶντα τὴν οἰκονομικὴν εὐμάρειαν καὶ τὴν αὐτοπεποίθησιν τῶν ἰδιοκτητῶν αὐτῶν καὶ τῶν ἑδρευόντων ἐν αὐτοῖς χρηματοπιστωτικῶν ἱδρυμάτων καὶ οἰκονομικῶν ὑπηρεσιῶν. Καὶ οὐχὶ ἀδίκως, διότι ἡ οἰκονομικὴ ἄνεσις καὶ εὐμάρεια ἀποτελεῖ συνάρτησιν τῆς ἐργατικότητος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς λελογισμένης χρήσεως τῶν ἐκ τῆς ἐργασίας αὐτῶν προερχομένων κερδῶν καὶ οὐχὶ τῆς σπατάλου διαχειρίσεως καὶ ἀλογίστου ἐκδαπανήσεως αὐτῶν.
Οἱ διαθέτοντες ὅμως τὴν τοιαύτην εὐμάρειαν καὶ οἱ πλησίον αὐτῶν δὲν θὰ πρέπει νὰ παρασύρωνται εἰς σκέψεις ὑπερηφανείας καὶ λογισμοὺς ἀλαζονείας, διότι τοιαῦται σκέψεις καὶ λογισμοὶ ὡδήγησαν τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην εἰς τὴν σχεδίασιν τῆς ἀνεγέρσεως πύργου ὑψηλοῦ, ὁ ὁποῖος νὰ ἐγγίζῃ τὸν οὐρανόν. Ἀλλ᾽ ὁ τοιοῦτος πύργος, ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, οὐδέποτε ὡλοκληρώθη ἐξ αἰτίας τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν τῶν ὑπερηφάνων κατασκευαστῶν αὐτοῦ, παρέμεινε δὲ ὡς τεκμήριον τῆς ἀλαζονείας εἰς τὴν ὁποίαν ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἡ κατὰ κόσμον ἰσχὺς καὶ δύναμις, ἰδίᾳ ὅταν ἀδιαφοροῦν διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκτὸς τῶν πλουσίων ἢ τῶν ἰσχυρῶν ὑπάρχουν καὶ ἀσθενεῖς καὶ ἐνδεεῖς συνάνθρωποί των οἱ ὁποῖοι χρῄζουν βοηθείας καὶ στηρίξεως ὑπ᾽ αὐτῶν. Βεβαίως, οἱ τοιοῦτοι εἶναι πολλάκις εὐτυχέστεροι τῶν πλουσιωτέρων συνανθρώπων των, διότι τὰ ὀλίγα καὶ πενιχρὰ μέσα τὰ ὁποῖα ἔχουν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν γνωρίζουν νὰ τὰ μοιράζωνται μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ἀποκτῶντες τοιουτοτρόπως τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα των. Τοῦτο μᾶς διδάσκει καὶ τὸ γνωστὸν ἐκ τοῦ βίου τοῦ προστάτου τῆς ἐνορίας ταύτης, τοῦ προφήτου Ἠλιού, θαῦμα. Εὑρεθεὶς ὁ προφήτης ἐν τῇ οἰκίᾳ χήρας τινὸς καὶ πτωχῆς γυναικός, μὴ ἐχούσης οὐδέν τι κατάλληλον διὰ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν ἐπισκέπτην αὐτῆς παρὰ μόνον ὀλίγον ἄλευρον, διέθεσε τοῦτο μετὰ πολλῆς χαρᾶς διὰ νὰ παρασκευάσῃ ἄρτον χάριν τοῦ φιλοξενουμένου αὐτῆς προφήτου. Ἡ τοιαύτη προσφορὰ μεγάλως συνεκίνησε τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξ εὐγνωμοσύνης προσηυχήθη ὑπὲρ αὐτῆς τῷ Θεῷ, διὰ νὰ μὴν τελειώσῃ οὐδέποτε τὸ ἄλευρον ἐν τῇ οἰκίᾳ τῆς γυναικός, ὅπερ καὶ θαυμαστῷ τῷ τρόπῳ ἐπραγματοποιήθη.
Τὸ θαῦμα τοῦτο οὐδόλως παραποιεῖ τὸ νόημα τῆς ἐργασίας ἢ θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς. Ἀντιθέτως, ὑποδεικνύει εἰς ἡμᾶς τὴν σημασίαν τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐλεήμονας καὶ εἰς τοὺς προσφέροντας μετὰ χαρᾶς εἰς τὸν πλησίον ἀκόμη καὶ ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῶν, διὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει τὸ τοῦ ἀποστόλου «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄,7).
Πολλάκις ἀναζητοῦμεν τὰς αἰτίας τῆς συγχρόνου οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία ταλανίζει πλείστους ὅσους ἀδελφούς μας ἐν τῇ εὐημερούσῃ ἐν συγκρίσει πρὸς ἄλλας χώρας τοῦ κόσμου Εὐρώπῃ. Μᾶς διαφεύγει ὅμως ὅτι μία ἐκ τῶν σημαντικωτέρων αἰτιῶν ταύτης εἶναι ἡ πλεονεξία τῶν ἐχόντων οἱ ὁποῖοι, φοβούμενοι τὴν ἐλάττωσιν τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀρνοῦνται νὰ προσφέρωσί τι ἐξ αὐτῶν εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην ἀδελφούς των, μὴ συνειδητοποιοῦντες ὅτι ἡ ἀνέχεια ἐκείνων ἔχει δυσαρέστους συνεπείας καὶ διὰ τοὺς ἰδίους, ὡς δημιουργοῦσα μίαν κοινωνίαν ἄνισον καὶ ἄδικον, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀληθὴς καὶ χρηστὴ πρόοδος.
Ἐν σχέσει ὅμως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν κρίσιν ἡ ὁποία μαστίζει χώρας τινὰς τῆς Εὐρώπης, διὰ τὴν ἀποτελεσματικωτέραν ἀντιμετώπισιν τῆς ὁποίας ἀπαιτοῦνται ἀναμφιβόλως τόσον οἰκονομικὰ μέτρα ὅσον καὶ προσπάθειαι ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων εἰς αὐτὴν ὁμάδων, διαφεύγει τὴν προσοχήν μας συνήθως καὶ ἕτερόν τι, τοὐτέστι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ οἰκονομικὸς παράγων δὲν εἶναι ὁ μόνος ὅστις καθορίζει τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐξαρτᾶται κατ᾽ ἀπόλυτον τρόπον ἡ εὐτυχία καὶ εὐημερία αὐτοῦ. Αὐτὴ ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν σχέσιν του πρὸς τὸν δημιουργὸν αὐτοῦ Θεόν, ἄνευ τῆς εὐλογίας τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος καὶ προοδεύων δὲν αἰσθάνεται εὐτυχής, δὲν αἰσθάνεται ἱκανοποιημένος, δὲν αἰσθάνεται πλήρης. Διὸ καὶ παρατηροῦμεν εἰς τὰς συγχρόνους κοινωνίας ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, παρότι διαθέτουν ἁπάσας τὰς κατὰ κόσμον προϋποθέσεις διὰ νὰ εἶναι εὐτυχεῖς, ἐν τούτοις εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτῆς.
Διὰ τοῦτο καὶ Ἐκκλησίαν συστήνει τὴν εἰς Κύριον ἀνάθεσιν τῶν μεριμνῶν τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς βεβαίως τοῦτο νὰ σημαίνῃ ὅτι παροτρύνει εἰς παραίτησιν αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἐργασίαν ἢ τὴν προσπάθειαν πρὸς βελτίωσιν τῆς θέσεως καὶ τῆς καταστάσεώς του. Συστήνει ὅμως αὐτὴν διότι πιστεύει εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὅτι ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα «σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι» (Ματθ. ς΄, 19-20), εὑρίσκεται ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία εἶναι προωρισμένη νὰ ζήσῃ αἰωνίως, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό «ἓν, οὗ ἔστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. ι΄, 41). Ἡ ψυχικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἁρμονικὴ καὶ ἐν ἀγάπῃ συμβίωσίς του μετὰ τῶν συνανθρώπων αὐτοῦ καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὸν Θεὸν προσφέρουν περισσοτέραν εὐτυχίαν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Διὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας διαρκῶς ἐπαναλαμβάνει τὸ ψαλμικὸν λόγιον «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. λγ΄ 11).
Αὐτὴν τὴν πίστιν καὶ αὐτὴν τὴν βεβαιότητα, ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῶμεν καὶ κινούμεθα ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μεταφέρομεν καὶ πρὸς ἐσᾶς ἀπὸ αὐτήν. Γνωρίζομεν τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνας σας εἰς τὴν φιλόξενον χώραν ταύτην εἰς τὴν ὁποίαν ἤλθετε πρὸ ἐτῶν διὰ νὰ ἀναζητήσετε ἐργασίαν καὶ προοπτικὴν διὰ τὸ μέλλον σας καὶ τὸ μέλλον τῶν οἰκογενειῶν καὶ τῶν τέκνων σας. Γνωρίζομεν καὶ τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τοῦ μόχθου σας. Διὸ καὶ εὐλογοῦμεν ἀπὸ καρδίας τοὺς κόπους καὶ τοὺς τιμίους ἱδρῶτας σας καὶ σᾶς συγχαίρομεν πατρικῶς δι᾽ ὅσα ἐπετύχετε τόσον εἰς προσωπικὸν ὅσον καὶ εἰς συλλογικὸν ἐπίπεδον. Χαίρομεν καὶ καυχώμεθα δι᾽ ὑμᾶς διότι διὰ τῶν ἔργων σας ἐπετύχετε τὴν ἀναγνώρισιν καὶ τὴν τιμὴν τῆς κοινωνίας ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῆτε καὶ ἐργάζεσθε καὶ τῶν Γερμανῶν συμπολιτῶν σας. Χαίρομεν καὶ καυχώμεθα διότι διὰ τῶν κόπων σας ἐδημιουργήσατε τὰς καταλλήλους ὑποδομὰς διὰ τὴν ὑποστήριξιν τῆς νέας γενεᾶς, τῶν τέκνων σας. Χαίρομεν βλέποντες τὸν ναὸν τοῦτον, παλαιὸν ναὸν παραχωρηθέντα ἀρχικῶς ὑπὸ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς δευτέρας ἐν Φραγκφούρτῃ ἐνορίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, ἐπεκταθέντα καὶ ἀνακαινισθέντα καὶ εὐτρεπισθέντα καὶ κοσμηθέντα δι᾽ ἁγιογραφιῶν οὕτως ὥστε νὰ ἐξυπηρετῇ ἐπαρκέστερον τὰς διευρυμένας ἀνάγκας τῆς ἐνορίας σας. Χαίρομεν καὶ διὰ τὴν πολυσχιδῆ δρᾶσιν τὴν ὁποίαν ἀκούομεν ὅτι ἀναπτύσσει ἡ ἐνορία σας χάριν κυρίως τῶν νέων, δίδουσα καὶ τοιουτοτρόπως τὴν καλὴν μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον.
Μεγάλως χαροποιεῖ τὴν ἡμετέραν Μετριότητα ἡ ἐκ τοῦ πλησίον συνάντησίς μας καὶ ἡ ἐπικοινωνία μετὰ πάντων ὑμῶν, τῶν ἀγαπητῶν τέκνων τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως τῶν ἐξ αὐτῆς καταγομένων, τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται κατὰ τὴν παροῦσαν ἑσπέραν ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν. Πρὸς αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ πρὸς ἅπαντας ὑμᾶς μεταφέρομεν τὴν ἀγάπην τῶν ἐν τῇ πόλει ἀδελφῶν μας, τῶν ὀλίγων ἀλλ᾽ ἀναριθμήτων, ὡς ἔλεγεν ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μας, Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὡς καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίαν.
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διὰ τὴν ἐγκάρδιον καὶ θερμὴν ὑποδοχήν, σᾶς ἐναγκαλιζόμεθα πατρικῶς καὶ σᾶς εὐλογοῦμεν ἐν ἀγάπῃ. Μείνατε «ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι» εἰς τὴν πίστιν καὶ τὰς παραδόσεις τῶν πατέρων μας. Μείνατε ἡνωμένοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετ᾽ ἀλλήλων, διὰ νὰ ἔχετε τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα σας. Προσευχόμεθα καὶ θὰ προσευχώμεθα πάντοτε δι᾽ ὑμᾶς ἀναμένοντες νὰ σᾶς ἴδωμεν καὶ εἰς τὰς αὐλὰς τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας.
Ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου εἴησαν μετὰ πάντων ὑμῶν.
Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Εὐχαριστήσαντες πρὸ ὀλίγου ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ διὰ τῆς Δοξολογίας τὸν Θεὸν ὁ Ὁποῖος ἐπεδαψίλευσεν εἰς ἡμᾶς τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων συναντήσεως καὶ τῆς κοινῆς προσευχῆς, εὐχαριστοῦμεν τώρα καὶ ἅπαντας ὑμᾶς τοὺς προσελθόντας διὰ νὰ ἐκδηλώσητε τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα τιμῆς, σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα, τὸν Πατριάρχην σας. Ὅλως ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμεν τοὺς ἐλθόντας πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀπὸ τὴν εὐρυτέραν περιοχὴν τῆς Ἔσσης, τοὺς ἐκλεκτοὺς Γερμανοὺς προσκεκλημένους καὶ φίλους τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας καὶ τῆς ἐνορίας ταύτης, συγχρόνως δὲ καὶ τοὺς ἐκπροσωποῦντας τὸν Σύλλογον Κωνσταντινουπολιτῶν, καὶ ἀπευθύνομεν πρὸς ἅπαντας τὸν πασχάλιον χαιρετισμόν «Χριστὸς ἀνέστη».
Εὑρισκόμενοι ἀπὸ τῆς χθὲς εἰς τὴν μεγαλούπολιν ταύτην, τὴν ἀποκαλουμένην καὶ οἰκονομικὴν πρωτεύουσαν τῆς Εὐρώπης, εἴχομεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἴδωμεν τὰ ἐπιβλητικὰ κτήρια τὰ ἀντανακλῶντα τὴν οἰκονομικὴν εὐμάρειαν καὶ τὴν αὐτοπεποίθησιν τῶν ἰδιοκτητῶν αὐτῶν καὶ τῶν ἑδρευόντων ἐν αὐτοῖς χρηματοπιστωτικῶν ἱδρυμάτων καὶ οἰκονομικῶν ὑπηρεσιῶν. Καὶ οὐχὶ ἀδίκως, διότι ἡ οἰκονομικὴ ἄνεσις καὶ εὐμάρεια ἀποτελεῖ συνάρτησιν τῆς ἐργατικότητος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς λελογισμένης χρήσεως τῶν ἐκ τῆς ἐργασίας αὐτῶν προερχομένων κερδῶν καὶ οὐχὶ τῆς σπατάλου διαχειρίσεως καὶ ἀλογίστου ἐκδαπανήσεως αὐτῶν.
Οἱ διαθέτοντες ὅμως τὴν τοιαύτην εὐμάρειαν καὶ οἱ πλησίον αὐτῶν δὲν θὰ πρέπει νὰ παρασύρωνται εἰς σκέψεις ὑπερηφανείας καὶ λογισμοὺς ἀλαζονείας, διότι τοιαῦται σκέψεις καὶ λογισμοὶ ὡδήγησαν τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην εἰς τὴν σχεδίασιν τῆς ἀνεγέρσεως πύργου ὑψηλοῦ, ὁ ὁποῖος νὰ ἐγγίζῃ τὸν οὐρανόν. Ἀλλ᾽ ὁ τοιοῦτος πύργος, ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, οὐδέποτε ὡλοκληρώθη ἐξ αἰτίας τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν τῶν ὑπερηφάνων κατασκευαστῶν αὐτοῦ, παρέμεινε δὲ ὡς τεκμήριον τῆς ἀλαζονείας εἰς τὴν ὁποίαν ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἡ κατὰ κόσμον ἰσχὺς καὶ δύναμις, ἰδίᾳ ὅταν ἀδιαφοροῦν διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκτὸς τῶν πλουσίων ἢ τῶν ἰσχυρῶν ὑπάρχουν καὶ ἀσθενεῖς καὶ ἐνδεεῖς συνάνθρωποί των οἱ ὁποῖοι χρῄζουν βοηθείας καὶ στηρίξεως ὑπ᾽ αὐτῶν. Βεβαίως, οἱ τοιοῦτοι εἶναι πολλάκις εὐτυχέστεροι τῶν πλουσιωτέρων συνανθρώπων των, διότι τὰ ὀλίγα καὶ πενιχρὰ μέσα τὰ ὁποῖα ἔχουν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν γνωρίζουν νὰ τὰ μοιράζωνται μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ἀποκτῶντες τοιουτοτρόπως τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα των. Τοῦτο μᾶς διδάσκει καὶ τὸ γνωστὸν ἐκ τοῦ βίου τοῦ προστάτου τῆς ἐνορίας ταύτης, τοῦ προφήτου Ἠλιού, θαῦμα. Εὑρεθεὶς ὁ προφήτης ἐν τῇ οἰκίᾳ χήρας τινὸς καὶ πτωχῆς γυναικός, μὴ ἐχούσης οὐδέν τι κατάλληλον διὰ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν ἐπισκέπτην αὐτῆς παρὰ μόνον ὀλίγον ἄλευρον, διέθεσε τοῦτο μετὰ πολλῆς χαρᾶς διὰ νὰ παρασκευάσῃ ἄρτον χάριν τοῦ φιλοξενουμένου αὐτῆς προφήτου. Ἡ τοιαύτη προσφορὰ μεγάλως συνεκίνησε τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξ εὐγνωμοσύνης προσηυχήθη ὑπὲρ αὐτῆς τῷ Θεῷ, διὰ νὰ μὴν τελειώσῃ οὐδέποτε τὸ ἄλευρον ἐν τῇ οἰκίᾳ τῆς γυναικός, ὅπερ καὶ θαυμαστῷ τῷ τρόπῳ ἐπραγματοποιήθη.
Τὸ θαῦμα τοῦτο οὐδόλως παραποιεῖ τὸ νόημα τῆς ἐργασίας ἢ θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς. Ἀντιθέτως, ὑποδεικνύει εἰς ἡμᾶς τὴν σημασίαν τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐλεήμονας καὶ εἰς τοὺς προσφέροντας μετὰ χαρᾶς εἰς τὸν πλησίον ἀκόμη καὶ ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῶν, διὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει τὸ τοῦ ἀποστόλου «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄,7).
Πολλάκις ἀναζητοῦμεν τὰς αἰτίας τῆς συγχρόνου οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία ταλανίζει πλείστους ὅσους ἀδελφούς μας ἐν τῇ εὐημερούσῃ ἐν συγκρίσει πρὸς ἄλλας χώρας τοῦ κόσμου Εὐρώπῃ. Μᾶς διαφεύγει ὅμως ὅτι μία ἐκ τῶν σημαντικωτέρων αἰτιῶν ταύτης εἶναι ἡ πλεονεξία τῶν ἐχόντων οἱ ὁποῖοι, φοβούμενοι τὴν ἐλάττωσιν τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀρνοῦνται νὰ προσφέρωσί τι ἐξ αὐτῶν εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην ἀδελφούς των, μὴ συνειδητοποιοῦντες ὅτι ἡ ἀνέχεια ἐκείνων ἔχει δυσαρέστους συνεπείας καὶ διὰ τοὺς ἰδίους, ὡς δημιουργοῦσα μίαν κοινωνίαν ἄνισον καὶ ἄδικον, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀληθὴς καὶ χρηστὴ πρόοδος.
Ἐν σχέσει ὅμως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν κρίσιν ἡ ὁποία μαστίζει χώρας τινὰς τῆς Εὐρώπης, διὰ τὴν ἀποτελεσματικωτέραν ἀντιμετώπισιν τῆς ὁποίας ἀπαιτοῦνται ἀναμφιβόλως τόσον οἰκονομικὰ μέτρα ὅσον καὶ προσπάθειαι ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων εἰς αὐτὴν ὁμάδων, διαφεύγει τὴν προσοχήν μας συνήθως καὶ ἕτερόν τι, τοὐτέστι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ οἰκονομικὸς παράγων δὲν εἶναι ὁ μόνος ὅστις καθορίζει τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐξαρτᾶται κατ᾽ ἀπόλυτον τρόπον ἡ εὐτυχία καὶ εὐημερία αὐτοῦ. Αὐτὴ ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν σχέσιν του πρὸς τὸν δημιουργὸν αὐτοῦ Θεόν, ἄνευ τῆς εὐλογίας τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος καὶ προοδεύων δὲν αἰσθάνεται εὐτυχής, δὲν αἰσθάνεται ἱκανοποιημένος, δὲν αἰσθάνεται πλήρης. Διὸ καὶ παρατηροῦμεν εἰς τὰς συγχρόνους κοινωνίας ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, παρότι διαθέτουν ἁπάσας τὰς κατὰ κόσμον προϋποθέσεις διὰ νὰ εἶναι εὐτυχεῖς, ἐν τούτοις εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτῆς.
Διὰ τοῦτο καὶ Ἐκκλησίαν συστήνει τὴν εἰς Κύριον ἀνάθεσιν τῶν μεριμνῶν τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς βεβαίως τοῦτο νὰ σημαίνῃ ὅτι παροτρύνει εἰς παραίτησιν αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἐργασίαν ἢ τὴν προσπάθειαν πρὸς βελτίωσιν τῆς θέσεως καὶ τῆς καταστάσεώς του. Συστήνει ὅμως αὐτὴν διότι πιστεύει εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὅτι ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα «σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι» (Ματθ. ς΄, 19-20), εὑρίσκεται ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία εἶναι προωρισμένη νὰ ζήσῃ αἰωνίως, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό «ἓν, οὗ ἔστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. ι΄, 41). Ἡ ψυχικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἁρμονικὴ καὶ ἐν ἀγάπῃ συμβίωσίς του μετὰ τῶν συνανθρώπων αὐτοῦ καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὸν Θεὸν προσφέρουν περισσοτέραν εὐτυχίαν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Διὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας διαρκῶς ἐπαναλαμβάνει τὸ ψαλμικὸν λόγιον «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. λγ΄ 11).
Αὐτὴν τὴν πίστιν καὶ αὐτὴν τὴν βεβαιότητα, ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῶμεν καὶ κινούμεθα ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μεταφέρομεν καὶ πρὸς ἐσᾶς ἀπὸ αὐτήν. Γνωρίζομεν τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνας σας εἰς τὴν φιλόξενον χώραν ταύτην εἰς τὴν ὁποίαν ἤλθετε πρὸ ἐτῶν διὰ νὰ ἀναζητήσετε ἐργασίαν καὶ προοπτικὴν διὰ τὸ μέλλον σας καὶ τὸ μέλλον τῶν οἰκογενειῶν καὶ τῶν τέκνων σας. Γνωρίζομεν καὶ τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τοῦ μόχθου σας. Διὸ καὶ εὐλογοῦμεν ἀπὸ καρδίας τοὺς κόπους καὶ τοὺς τιμίους ἱδρῶτας σας καὶ σᾶς συγχαίρομεν πατρικῶς δι᾽ ὅσα ἐπετύχετε τόσον εἰς προσωπικὸν ὅσον καὶ εἰς συλλογικὸν ἐπίπεδον. Χαίρομεν καὶ καυχώμεθα δι᾽ ὑμᾶς διότι διὰ τῶν ἔργων σας ἐπετύχετε τὴν ἀναγνώρισιν καὶ τὴν τιμὴν τῆς κοινωνίας ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῆτε καὶ ἐργάζεσθε καὶ τῶν Γερμανῶν συμπολιτῶν σας. Χαίρομεν καὶ καυχώμεθα διότι διὰ τῶν κόπων σας ἐδημιουργήσατε τὰς καταλλήλους ὑποδομὰς διὰ τὴν ὑποστήριξιν τῆς νέας γενεᾶς, τῶν τέκνων σας. Χαίρομεν βλέποντες τὸν ναὸν τοῦτον, παλαιὸν ναὸν παραχωρηθέντα ἀρχικῶς ὑπὸ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς δευτέρας ἐν Φραγκφούρτῃ ἐνορίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, ἐπεκταθέντα καὶ ἀνακαινισθέντα καὶ εὐτρεπισθέντα καὶ κοσμηθέντα δι᾽ ἁγιογραφιῶν οὕτως ὥστε νὰ ἐξυπηρετῇ ἐπαρκέστερον τὰς διευρυμένας ἀνάγκας τῆς ἐνορίας σας. Χαίρομεν καὶ διὰ τὴν πολυσχιδῆ δρᾶσιν τὴν ὁποίαν ἀκούομεν ὅτι ἀναπτύσσει ἡ ἐνορία σας χάριν κυρίως τῶν νέων, δίδουσα καὶ τοιουτοτρόπως τὴν καλὴν μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον.
Μεγάλως χαροποιεῖ τὴν ἡμετέραν Μετριότητα ἡ ἐκ τοῦ πλησίον συνάντησίς μας καὶ ἡ ἐπικοινωνία μετὰ πάντων ὑμῶν, τῶν ἀγαπητῶν τέκνων τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως τῶν ἐξ αὐτῆς καταγομένων, τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται κατὰ τὴν παροῦσαν ἑσπέραν ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν. Πρὸς αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ πρὸς ἅπαντας ὑμᾶς μεταφέρομεν τὴν ἀγάπην τῶν ἐν τῇ πόλει ἀδελφῶν μας, τῶν ὀλίγων ἀλλ᾽ ἀναριθμήτων, ὡς ἔλεγεν ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μας, Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὡς καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίαν.
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διὰ τὴν ἐγκάρδιον καὶ θερμὴν ὑποδοχήν, σᾶς ἐναγκαλιζόμεθα πατρικῶς καὶ σᾶς εὐλογοῦμεν ἐν ἀγάπῃ. Μείνατε «ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι» εἰς τὴν πίστιν καὶ τὰς παραδόσεις τῶν πατέρων μας. Μείνατε ἡνωμένοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετ᾽ ἀλλήλων, διὰ νὰ ἔχετε τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα σας. Προσευχόμεθα καὶ θὰ προσευχώμεθα πάντοτε δι᾽ ὑμᾶς ἀναμένοντες νὰ σᾶς ἴδωμεν καὶ εἰς τὰς αὐλὰς τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας.
Ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου εἴησαν μετὰ πάντων ὑμῶν.
Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ.κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΞΙΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ
(12 Μαΐου 2014)
«Ἱερωσύνη, χάρις καί ἦθος»
Ἱερώτατε καί λίαν ἀγαπητέ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί συνεπίσκοποι,
Ἀγαπητοί συμπρεσβύτεροι καί ἐν Χριστῷ διακονία,
Χριστός Ἀνέστη!
Μέ τόν θρίαμβον τοῦτον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς μας, μέ τό «Χριστός Ἀνέστη», χαιρετίζομεν ἐν περιχαρείᾳ καί δοξολογίᾳ τήν ἱεράν ταύτην σύναξιν ὑμῶν, τῶν ἀναλισκομένων καθ᾿ ἡμέραν εἰς τό ἱερόν λειτούργημα καί εἰς τήν πνευματικήν διακονίαν τοῦ λαοῦ κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς Ἐπαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, δραστηριοποιουμένης ἐν τῇ διασπορᾷ, διακρινομένης ὅμως διά τήν εὐσέβειαν τοῦ ποιμνίου της ἀλλά καί διά τήν παραδοσιακήν εὐλάβειαν καί λειτουργικήν ζωήν τῶν κληρικῶν της, τελούντων ὑπό τήν στοργικήν καθοδήγησιν τοῦ ἐκλεκτοῦ ποιμένος αὐτῆς, τῆς ὑμετέρας ἀγαπητῆς Ἱερότητος, ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε.
Εὐχαριστοῦμεν θερμῶς διά τήν παρεχομένην εἰς τήν ἡμετέραν Μετριότητα χαράν ὅπως ἀπευθύνωμεν πρός ὑμᾶς πάντας, ἀδελφοί, λόγους ἀγάπης καί φιλαδέλφου παρακλήσεως ἀλλά καί πατρικῆς προτροπῆς πρός οἰκοδομήν καί ἐνίσχυσιν, διότι: «οὐδέν οὕτω παροξύνει Θεόν, ὡς τό παρ᾿ ἀξίαν ἱερᾶσθαι», ὡς διακηρύττει καί ὁ ἐν Ἁγίοις προκάτοχος ἡμῶν Ἱερός Χρυσόστομος (Εἰς Ματθαῖον Μ΄, P.G. 57, 443).
«Σήμερον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγεν» εἰς τόν Ἱερόν τοῦτον Ναόν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ὥστε νά χαρῶμεν ἀπό κοινοῦ τήν πνευματικήν ταύτην σύναξιν, νά ἀλληλογνωρισθῶμεν καί νά προσεγγίσωμεν τό ὅ ἐνεπιστεύθη εἰς ἕκαστον ἐξ ἡμῶν ὁ Κύριος φοβερόν καί ἀγγέλοις αἰδέσιμον μυστήριον τῆς ἱερωσύνης, τό ἱερόν τάλαντον τῆς ποιμαντικῆς καί πνευματικῆς διακονίας.
Θά προσπαθήσωμεν δέ, φωτιζόμενοι ἀπό τήν Πατερικήν σοφίαν ἀλλά καί τήν ἐμπειρικήν γνῶσιν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργῶν της, νά προσεγγίσωμεν τό μέγα καί ἱερόν τοῦτο μυστήριον ὑπό δύο κυρίως πτυχάς, ἤτοι τῆς χάριτος καί τοῦ ἤθους. Πλέον συγκεκριμένως, θά ἐπιχειρήσωμεν τήν προσέγγισιν τοῦ μυστηρίου ὡς ὄντως καί κατ᾿ ἐξοχήν μυστηρίου ὑπό τήν εὐθύνην τῆς ἐμπιστευθείσης ἑκάστῳ ἐξ ἡμῶν οὐχί ὑπ᾿ ἀνθρώπων ἀλλά ὑπό τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου Χάριτος, ἀλλά καί τοῦ ἤθους, δηλαδή τῆς βιοτῆς καί τῆς πολιτείας, διά τῶν ὁποίων ὀφείλομεν νά διακρινώμεθα οἱ κληρικοί, ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ καί οἰκονόμοι τῆς Χάριτος ταύτης.
Πρίν ἤ εἰσέλθωμεν εἰς τό θέμα, ἐκφράζομεν τήν ἥν δοκιμάζομεν σήμερον, ἀδελφοί, χαράν τῆς συνευφροσύνης μετά πάντων ὑμῶν πνευματικῶς ἐπί τῇ ἑορταζομένῃ σημαντικῇ ἐπετείῳ διά τήν ζωήν καί τήν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου εἰδικώτερον, τῷ χρυσῷ δηλαδή ἰωβηλαίῳ ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς θεοσώστου ταύτης ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας.
Βεβαίως, τά πεντήκοντα ἔτη παρῆλθον ὡς ἡ «ἡμέρα ἡ ἐχθές». Ἄλλωστε, ὁ χρόνος δέν ἔχει σημασίαν ἐνώπιον τοῦ ἀχρόνου Θεοῦ, τοῦ ἔχοντος ἐν τῇ ἰδίᾳ Αὐτοῦ ἐξουσίᾳ χρόνους καί καιρούς καί κρατοῦντος τά σκῆπτρα καί τῆς πνευματικῆς καί τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ὁ χρόνος, ἀκόμη, οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει καί διά τόν μετ᾿ αὐτοῦ (τοῦ χρόνου) παρερχόμενον ἄνθρωπον: «Ἄνθρωπος, ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ˙ ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει˙ ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καί οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ», κηρύττει ἐπιγραμματικῶς ὁ Ψαλμῳδός Δαυΐδ (ἰδέ Ψάλμ. ,ργ΄ 15-16). Ὅταν ὁ Θεός «ἀντανελῇ» «τό πνεῦμα» τῶν ἀνθρώπων, τότε «εἰς τόν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέφουσι», καί οὐδείς γνωρίζει τήν πορείαν αὐτῶν παρά μόνον ὁ Κριτής Θεός, παρ᾿ ᾧ οἱ θησαυροί τῆς σοφίας οἱ ἀπόκρυφοι. Ὅταν δέ ἀνοίξῃ τήν χεῖρα Του τά «σύμπαντα πληροῦνται χρηστότητος».
Δέν ἔχει ἀξίαν, λοιπόν, ὁ παρερχόμενος, ἐν ἁμαρτίαις καί δοκιμασίαις δυστυχῶς πολλάκις, χρόνος. Καιρίαν σημασίαν ἔχει τό πνεῦμα καί ἡ χρηστότης τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία καί τόν κατευθύνει. Τό γεγονός, δηλαδή, ἔγκειται εἰς τό ἐπιτελούμενον ἐν χρόνῳ «ἕως ἡμέρα ἐστίν» ἔργον.
Τό Ὀρθόδοξον ἔργον ἐν Γερμανίᾳ κατά τόν παρελθόντα χρόνον τῆς πεντηκονταετίας, εἰς τό ὁποῖον ἔχουν συμβάλει κεκοιμημένοι πατέρες καί ἀδελφοί Ἱεράρχαι, ἀλλά καί ἕκαστος ἐξ ὑμῶν, καί ἱερόν καί μέγα καί ἀνεγνωρισμένον καί τιμώμενον εἶναι.
Δόξα καί τιμή καί εἰρήνη, λοιπόν, πρέπει, ἵνα μετά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἴπωμεν (πρβλ. Ρωμ. β΄ 10), εἰς τούς ἐργασαμένους καί συνεχίζοντας τήν ἐργασίαν τοῦ ἀγαθοῦ ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ.
Ἐν τῇ ἱερᾷ ἡμῶν Συνάξει ταύτῃ σήμερον, ἀδελφοί, ἐνώπιον τοῦ ἱλαροῦ προσώπου ὑμῶν τοῦ ἱεροῦ κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς τῆς Γερμανίας ἀναγνωρίζομεν καί τιμῶμεν ἀπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τό ἐπιτελεσθέν ὑπό ἀντιξόους συνθήκας, ἀγαπητικῶς ὅμως καί θυσιαστικῶς, ἔργον ζωῆς τοῦτο. Ἰδού ἔχομεν ἐν Γερμανίᾳ «τόπον ἁγιάσματος Κυρίου», δηλαδή βίωμα ὀρθοδόξου ζωῆς καί μαρτυρίας.
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν καί σᾶς συγχαίρομεν, ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας, θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί καί ἀγαπητοί πρεσβύτεροι, διά τό ἔργον τοῦτο καί ἐκφράζομεν εἰς ὑμᾶς τόν ἔπαινον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, μιμνησκόμενοι καί τούς θέσαντας τό θεμέλιον τοῦ ἔργου τούτου ἀειμνήστους κληρικούς, γνωστούς καί ἀγνώστους, ἐπί τοῦ ὁποίου θεμελίου σεῖς σήμερον συνεχίζετε ἐν Γερμανίᾳ τό ἔργον Κυρίου, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τούς ἀειμνήστους Ποιμενάρχας τῆς Ἐπαρχίας ταύτης Πολύευκτον Φινφίνην, Ἰάκωβον Τζαναβάρην καί Εἰρηναῖον Γαλανάκην.
Ἐπελέξαμεν νά σᾶς ὁμιλήσωμεν, ἐν ἀναστασίμῳ ἑορτίῳ ἀτμοσφαίρᾳ, ἀπό τῆς ἀνωτέρω ὀπτικῆς ταύτης γωνίας τῆς Χάριτος καί τοῦ Ἤθους τῆς ἱερωσύνης, ἤ ἄλλως τῆς ἱερατικῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἱερούργησε καί ἱερουργεῖ ἔργον ἁγιασμοῦ ἀναφαιρέτου εἰς τήν Γερμανίαν καί ἁπανταχοῦ τῆς δεσποτείας Κυρίου, κυρίως διά νά ἀναλογισθῶμεν τήν συνέχειαν τοῦ ἔργου ἐν τῷ ἐν Γερμανίᾳ γεωργίῳ τοῦ Κυρίου, διά τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀξίας τοῦ ἀξιώματος, τό ὁποῖον, ὡς «παρακαταθήκην» ἱεράν, μᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, καί διά νά συναισθανώμεθα πῶς δεῖ πολιτεύεσθαι ἐν ἐκκλησίᾳ Θεοῦ ζῶντος.
Ἀδελφοί, Οὐδέποτε καί οὐδείς ἐξ ἡμῶν πρέπει νά λησμονῶμεν, ὅτι ὁ καλέσας ἡμᾶς Κύριος εἶναι πάντοτε «μεθ᾿ ἡμῶν˙ καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται»˙ καί ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός Του «τά πανθ᾿ ὁρᾷ». Ὁ Κύριος γνωρίζει τά «κρύφια τῶν καρδιῶν» καί τῶν ἀποκρυπτομένων πολλάκις ἐνεργειῶν καί πράξεών μας, Αὐτός ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐνεπιστεύθη τήν Χάριν Του, διά νά τήν διαχειρισθῶμεν ὡς «καλοί οἰκονόμοι», δηλαδή μέ ἦθος, μέ ἁγνήν βιοτήν καί πολιτείαν, «μή συσχηματιζόμενοι τῷ αἰῶνι τούτῳ» (πρβλ. Ρωμ. ιβ΄ 2), γινόμενοι τύπος καί ὑπογραμμός τοῖς ἐγγύς καί τοῖς μακράν, ὡς ἁρμόζει εἰς κληρικούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὅταν γινώμεθα οἱ κληρικοί ἐπιλήσμονες τῆς Θείας Χάριτος, κινούμενοι ἀπό «βιοτικάς μερίμνας» καί «ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν», Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός μας, ἐπιδεικνύει «ἀνοχήν», μέχρις ἑνός ὁρίου ὅμως, καί πάντοτε «πρός τό συμφέρον». Νά εἴμεθα ὅμως βέβαιοι, ὅτι οὐδέν «λανθάνει» Αὐτῷ, «οὐδέ σταλαγμός δακρύων, οὐδέ σταλαγμοῦ τι μέρος», «ἐπί τό βιβλίον» Του δέ «καί τά μήπω πεπραγμένα, γεγραμμένα τυγχάνει», ὡς ἐπαναλαμβάνομεν ἐν πίστει μετά Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, προετοιμαζόμενοι ὅλοι μας οἱ κληρικοί πρό τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας διά νά προσέλθωμεν εἰς τήν ἱερουργίαν τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου καί εἰς τήν μετάληψιν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, «εἰς ζωήν αἰώνιον», διά νά μή γίνηται ἡμῖν εἰς «κρῖμα ἤ κατάκριμα». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλῶν περί τοῦ ἤθους τοῦ ἱερέως ἀποφαίνεται: «Εὑρέτις κακῶν ἡ ἀσέβεια, καί λίαν τολμηρόν εἰς ἐγχείρησιν» (Λόγος ΚΑ΄ εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, P.G. 35, 1097A). Συνεχίζει δέ ὁ Ἱερός Πατήρ προτρεπόμενος τόν κληρικόν, τόν κατά χάριν δυνάστην τοῦ Μυστηρίου: «Οἱ δυνάσται φοβεῖσθε τόν δυνατώτερον˙ οἱ τῶν ὑψηλῶν θρόνων, τόν ὑψηλότερον. Μή θαυμάσῃς μηδέν, ὅ μή παραμένει˙ μή παρίδῃς, ὅ μένει˙ μηδέ περισφίγξῃς μηδέν, ὅ διαρρεῖ κρατούμενον˙ μή ζηλώσῃς τι τῶν οὐ φθονουμένων, ἀλλά μισουμένων» (Λόγος ΜΔ΄ Εἰς τήν Καινήν Κυριακήν, P.G. 36, 616Β), καταλήγει δέ μέ τήν παράκλησιν: «Φύλαξαι τήν παγίδα, μή ἀγρευθῇς τοῖς ὀφθαλμοῖς˙ καί εἰ ἠγρεύθης, ἔκνηψον, μή καί τό θρυλλούμενον βεβαιώσῃς, ὅτι φαρμάκοις τόν νοῦν ἐκλάπης» (Ἐπιστολή ΣΤ΄, Ἀδελφῷ, P.G. 37, 341Β).
Ἀναλογιζόμενοι, λοιπόν, οἱ κληρικοί τάς θείας εὐλογίας τάς ὁποίας ἔχομεν ἅπαντες δεχθῆ καί δεχόμεθα παρά τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὀφείλομεν νά εὐχαριστῶμεν ἐκ μέσης καρδίας, καί δή νά εὐγνωμονῶμεν συνεχῶς, διά τήν ὅλως εἰδικήν τιμήν καί πρόνοιάν Του νά μᾶς καλέσῃ εἰς τό μέγιστον τοῦτο ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης. Ὀφείλομεν, λοιπόν, «ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυπώτοις χείλεσι» νά ἱερουργῶμεν τό θεῖον ὑπούργημα. Ὁ κληρικός δέν πρέπει νά λησμονῇ, ὡς διαχειριζόμενος εἰς σωτηρίαν ψυχάς, ὅτι «ψυχῆς οὐδ᾿ ὅς ἰσοστάσιος ὁ κόσμος».
Ὀφείλομεν δέ οἱ κληρικοί νά ἁπτώμεθα «τῶν ἀχράντων» μυστηρίων καί νά διακονῶμεν τάς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ «κεχραμέναις παλάμαις», ὥστε διά πάντων τῶν ἔργων μας νά ὑμνῆται καί νά ὑπερυψῶται ὁ Κύριος.
Γνωρίζομεν οἱ πάντες ἀσφαλῶς, ἐξ ἰδίας προσωπικῆς πείρας ἕκαστος, ὅτι εἰς τήν σημερινήν ὑλόφρονα ἐποχήν ἡ ἱερατική διακονία εἶναι ἀληθής σταυρός, καθ᾿ ὅσον ἡ πεπτωκυῖα ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται εὐχαρίστως τό κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦσα τοῦτο ἀναχρονιστικήν μωρίαν καί δεσμευτικόν παράγοντα διά τήν ζωήν τῆς ἐγκοσμίου ἐλευθεριότητος. Ἀλλά μήπως καί ζῶντος καί δρῶντος τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας δέν ὑπῆρχε παρομοία ἀντίθετος στάσις καί ἀντίληψις τῶν συγχρόνων Του Ἰουδαίων;
Ἐπίκαιρος ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ἡ εὐαγγελική περικοπή ἡ εἰλημμένη ἐκ τοῦ 6ου κεφαλαίου τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος μᾶς ὁμιλεῖ περί Ἑαυτοῦ ὡς τοῦ ἀληθοῦς Ἄρτου τῆς ζωῆς, τοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τόν κόσμον καταβάντος, τοῦ Ὁποίου ὁ μή μεταλαμβάνων οὐκ ἔχει ζωήν αἰώνιον. Μᾶς ὁμιλεῖ δηλαδή περί τῆς Χάριτος, τήν ὁποίαν «δωρεάν» μᾶς ἔδωκε, κατελθών μέχρις Ἅδου, διά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τήν φθοράν καί τόν θάνατον.
Ὅταν ὁ Χριστός εἶπε τόν ἀνωτέρω λόγον «πολλοί ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τά ὀπίσω, καί οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν... εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα˙ μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος˙ Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις. Καί ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καί ἐγνώκαμεν, ὅτι σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».
Ἡ συγκλονιστική αὐτή μαρτυρία τοῦ ἐνθουσιώδους ἀλλά καί τρίς ἀρνησαμένου τόν Κύριον κατά τήν φρικτήν ὥραν τῆς παραδόσεως καί τοῦ πάθους Του Ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἡ διαχρονική ἐμπειρική μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς τόν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί Θεόν, συγχρόνως δέ καί ὡς υἱόν ἀνθρώπου, «ἀσπόρως συλληφθέντα καί ἀφράστως κυηθέντα» ὑπό τῆς «προξένου τοσούτων ἀγαθῶν» κεχαριτωμένης καί ἀσπίλου Παρθένου Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, ὁμολογεῖ Αὐτόν ὡς τόν «καθελόντα δυνάστας ἀπό Θρόνους καί ὑψοῦντα ταπεινούς καί ἐγείροντα κέρας πιστῶν αὐτοῦ, τῶν δοξαζόντων Χριστοῦ τόν Σταυρόν καί τήν ταφήν καί τήν ἔνδοξον ἀνάστασιν» (Δογματικόν Θεοτοκίον Μικροῦ ἑσπερινοῦ δ΄ ἤχου) καί καλεῖ πρός ἐλευθέραν γνωριμίαν μαζί Του, μέσῳ ἡμῶν τῶν κληρικῶν, πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον.
Ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι,
Ἀτενίζοντες τόν Σταυρόν βλέπομεν τόν ἐν αὐτῷ ἐσταυρωμένον, τοὐτέστι τόν Κύριον τῆς δόξης, τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, τόν Βασιλέα ἡμῶν. Ὁ Χριστός ὡς Βασιλεύς ἐθυσιάσθη ὑπέρ τοῦ λαοῦ Του καί αὐτό εἶναι ἴδιον γνώρισμα ἀληθοῦς ἐξουσίας καί βασιλείας. Ἡμεῖς οἱ κληρικοί, φορεῖς κατά χάριν, ἐπαναλαμβάνομεν, πνευματικῆς ἐξουσίας καί βασιλείας, ὀφείλομεν σταυροῦσθαι καί ὑπέρ τῶν πιστῶν ἡμῶν ἀποθνήσκειν.
Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι καύχημα δι᾿ ἡμᾶς τούς κληρικούς. Καύχημα ὄχι μόνον διά τό παρελθόν ἀλλά καί διά τό παρόν καί διά τό μέλλον, διότι διά τοῦ Σταυροῦ ὁ κληρικός βιώνει τήν διπλῆν νέκρωσιν, τήν μίαν ὅτι ὁ κόσμος, δηλαδή τά βιοτικά πράγματα, ὁ ἔπαινος παρά τῶν ἀνθρώπων, ἡ δορυφορία καί ἡ δωροφορία, ἡ δόξα, ὁ πλοῦτος, ἅπαντα τά δοκοῦντα εἶναι λαμπρά, ταῦτα νεκρά γέγονε διά τόν κληρικόν, καί τήν ἄλλην, ὅτι καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ κληρικός εἶναι νεκρός διά τόν κόσμον, διότι δέν ἐπιθυμεῖ ἐκεῖνα τά ὁποῖα συνδέονται καί ἐκφράζονται δι᾿ αὐτοῦ. Διότι ζῇ καί δέον νά ζῇ ἐν τῇ Χάριτι.
Ὀφείλομεν, λοιπόν, ἡμεῖς οἱ κληρικοί, νά σταυρώμεθα καθ᾿ ἡμέραν, ζῶντες εὐαγγελικῶς, θεολογοῦντες Ὀρθοδόξως, ἐμπειρικῶς, διακονοῦντες κενωτικῶς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχομεν κατά χάριν τήν Χάριν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἄς ἀναλογισθῶμεν, λοιπόν, ἐν φόβῳ καί τρόμῳ τό περί ἕκαστον ἐξ ἡμῶν τελούμενον καί ἱερουργούμενον μυστήριον τῆς ἱερωσύνης μας.
«Σκεύη κεραμέως» καί εὔθραυστοι ὄντες καί ὑπό ἀνέμου ριπιζόμενοι ὡς κάλαμοι εἰς τό πέλαγος τῆς ζωῆς, ἔχομεν μίαν ἰδιαιτέραν κλῆσιν καί ἀποστολήν: νά εὐαγγελιζώμεθα πρός τόν ἄνθρωπον καί πρός τόν κόσμον εἰρήνην, σωτηρίαν, τά ἀγαθά, νά εἴμεθα πρότυπα βίου, ἀρετῆς, ἤθους, φρονήματος καί νά μή παρασυρώμεθα «ταῖς ἀπάταις τοῦ κόσμου» τούτου καί εἰς τό «φρόνημα τῆς ἡδονῆς».
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι δάκρυ, εἶναι μῦρον, εἶναι ταφή τοῦ «ἐγώ» καί ἀνάστασις τοῦ «σύ». Τό «ἐγώ» καί τό «σύ» ἔχουν μίαν κοινήν «συνισταμένην» καί «ἐνδελέχειαν»: τήν ἀγάπην. Τά «μῦρα», τά λουλούδια τά ὁποῖα προσφέρομεν εἰς πολλάς εὐκαιρίας εἰς τούς συνανθρώπους μας, καί «τά δάκρυα», τά ὁποῖα ρέουν ἀπό τά μάτια μας εἰς εὐχαρίστους καί δυσαρέστους στιγμάς, ἔχουν ἕνα κοινόν στόχον: τήν ἐκδήλωσιν καί τήν ἀπόδειξιν ἑνός καί μόνον γεγονότος, τῆς «ἀγάπης». Μήπως οἱ ἄνθρωποι δέν προσφέρομεν «μῦρα», ἄνθη, ἀλλά καί δάκρυα καί εἰς τάς πλέον εὐτυχεῖς ἀλλά καί εἰς τάς πλέον δυστυχεῖς στιγμάς τῆς ζωῆς μας; Ὅταν χαιρώμεθα μέ ἕν εὐτυχές γεγονός, δέν καταθέτομεν πρός τό ἀγαπώμενον πρόσωπον ἄνθη καί μῦρα; ἤ ὅταν ἔχωμεν πόνον διά τήν ἀπώλειαν κάποιου προσώπου δέν καταθέτομεν ἄνθη καί δέν καταχέομεν δάκρυα; Κοινή συνισταμένη, λοιπόν, καί τῶν δακρύων καί τῶν μύρων, καί τοῦ «ἐγώ» καί τοῦ «σύ» εἶναι καί ὀφείλει νά εἶναι μόνον ἡ ἀγάπη, τήν ὁποίαν μᾶς ὑπέδειξε καί μᾶς ἀπέδειξε καί μᾶς παρέδωκεν ὡς «καινήν ἐντολήν» ὁ «νεφέλαις διεξάγων γῆς θαλάσσης τό ὕδωρ», ὁ «κλίνας οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ» Του «κενώσει».
Κένωσις καί ἀγάπη ταυτίζονται. Ἄν δέν κενωθῇ κανείς, ἄν δέν θυσιασθῇ, δέν ἠμπορεῖ νά δείξῃ ἀγάπην. Ὁ Κύριος ἐκενώθη καί μᾶς ἐδώρησε τήν ἀγάπην Του. Διά νά μή εἴμεθα δέ μόνοι μέ τήν ποικιλοτρόπως καί κατά ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν βιουμένην ἀγάπην, ἡ ὁποία, ὅπως καί ἡ πίστις μας, ἄνευ ἔργων «νεκρά ἐστιν», μᾶς τήν ἐπλούτισε μέ τήν Χάριν, μέ τήν ὁποίαν ἰδιαιτέρως ἐστεφάνωσεν ἡμᾶς τούς κληρικούς, παραγγείλας «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄ 34) καί μᾶς ἀπέστειλεν εἰς μίαν ἀέναον πορείαν, εἰς τό κήρυγμα τῆς Χάριτος: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» καί, ἀκόμη, μᾶς προέτρεψε: «βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19-20).
Ὁμιλοῦντες δέ περί κενώσεως, ἀγάπης καί Θείας Χάριτος, ὡς χαρακτηριστικῶν τῆς διακονίας καί τοῦ ἤθους τοῦ ἱερουργοῦ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, κρίνομεν ἐπίκαιρον νά ἐνθυμηθῶμεν καί τήν κομίσασαν εἰς τόν Κύριόν μας «μῦρα πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ» Του, τήν «μυροφόρου ἀναλαβοῦσαν τάξιν» γυναῖκα, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ἡ ὑμνογράφος Κασσιανή, ἡ ὁποία γυνή παρεκάλει τόν Ἰησοῦν «νά δεχθῇ τάς πηγάς τῶν δακρύων» καί «τούς στεναγμούς τῆς καρδίας» της, καί ἐλευθέρα πλέον ἀπό τά πάθη «νά καταφιλήσῃ τούς ἀχράντους» πόδας Του καί νά τούς «ἀποσμήξῃ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς αὐτῆς βοστρύχοις».
Οὐδείς ἀσπάζεται, πατέρες καί ἀδελφοί, τούς πόδας οἱουδήτινος, οὐδείς ταπεινοῦται δηλαδή, οὐδείς παραδίδει τά πάντα, παρά μόνον ἐάν πράγματι ἀγαπᾷ. Ὁ Κύριός μας ἔπλυνε τούς πόδας τῶν μαθητῶν Του, καί αὐτοῦ τοῦ ἀρνησαμένου Αὐτόν Πέτρου, ἐξ ἀγάπης καί μόνον. Ἡ ἁμαρτωλός γυνή «δάκρυσι πλύνει τούς πόδας τοῦ Πλάσαντος, ἁμαρτίαις ὑπεύθυνος, καί ἐκμάσσει θριξί» (Τροπάριον η’ ὠδῆς Κανόνος τοῦ Ὄρθρου Μεγάλης Τετάρτης).
Ἰδού ἡ ἀποστολή μας ὡς κληρικῶν τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου. Ὀφείλομεν ἄλλοτε μέ μῦρα, ἄλλοτε μέ δάκρυα, ἀλλά πάντοτε μέ ἀνιδιοτελῆ καί κενωτικήν, δηλαδή θυσιαστικήν, ἀγάπην, νά κύπτωμεν, ὡς λευῖται τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, εἰς τάς πνευματικάς ἀνάγκας, εἰς τάς χαινούσας καί αἱμορροούσας, ἰδίως κατά τήν σύγχρονον ἐποχήν καί συγκυρίαν, πληγάς τῶν πιστῶν μας καί νά μή τούς προσπερνῶμεν καί τούς ἐγκαταλείπωμεν εἰς τό «ἔλεος» τρίτων. Ὀφείλομεν, δηλαδή, οἱ κληρικοί νά εἴμεθα ὑπόδειγμα καί παράδειγμα κενωτικῆς ἀγάπης, θυσίας ἡδονῶν τοῦ κόσμου καί ὑπερκεράσεως τοῦ «ἐγώ», μεταβάλλοντες αὐτό εἰς «σύ», ταυτιζόμενοι δηλαδή «κατά πάντα καί διά πάντα» μέ τό σῶμα τῶν πιστῶν μας, ὡς ἑνιαῖον Θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ.
Μαζί μέ τήν ἀγάπην, τήν κένωσιν, τήν ταπείνωσιν, τά μῦρα καί τά δάκρυα, μέ τά ὁποῖα πρέπει νά διακονῶμεν, ὡς ἄλλοι Μαθηταί τοῦ Σωτῆρος, τόν συνάνθρωπον, τούς πιστούς μας, ὑπάρχει καί ἕν ἀκόμη σημαντικόν καί ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, κατά τούς Θείους Πατέρας, στοιχεῖον, τό ὁποῖον χαρακτηρίζει τούς μαθητάς τοῦ Χριστοῦ, καί τό ὁποῖον πρέπει νά εἶναι τό προνόμιον καί τῶν διαδόχων αὐτῶν, ἡμῶν τῶν κληρικῶν: ἡ προσωπική βιοτή καί ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πολιτεία μας, δηλαδή τό ἦθος.
Εἰς τήν ὑλοκρατουμένην καί ἡδονοθηρικήν ἐποχήν μας λέγονται καί ᾅδονται πολλά καί δι᾿ ἡμᾶς τούς κληρικούς. Πολλάκις ἐξ ὑπαιτιότητος καί ἡμῶν τῶν ἰδίων, ἀπό τήν ἔλλειψιν ταπεινώσεως, διακονικοῦ πνεύματος, ἀδυναμίας ὑπερβάσεως τοῦ «ἐγώ» καί τοῦ πλησιασμοῦ τοῦ «σύ», ζητοῦμεν τήν ἐπιβολήν καί ἀντί νά εἴμεθα φῶς διαλῦον τά κάθε εἴδους σκότη καί ἡ ζύμη, ἥτις ἐκλήθη νά ζυμώσῃ ὅλον τό φύραμα, σκανδαλίζομεν ἀντί νά ἀναπαύωμεν καί νά προφυλάττωμεν, γινόμενοι, δυστυχῶς, διά τῆς βιοτῆς καί πολιτείας μας ἐνίοτε, μιμηταί τοῦ κόσμου. Ὁδηγούμεθα πολλάκις καί ἡμεῖς οἱ κληρικοί ὑπό τῆς πυξίδος τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί οὐχί τῆς κενωτικῆς ἀγάπης πρός τόν ποιμαινόμενον, μέ κατάληξιν νά τόν προβληματίζωμεν περί τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματός μας καί νά τόν ὁδηγῶμεν εἰς τήν ἀπώλειαν καί οὐχί εἰς τήν οἰκοδομήν καί τήν σωτηρίαν. Πολλάκις οἱ κληρικοί λησμονοῦμεν τήν ἀποστολήν μας καί πορευόμεθα ἄνευ ἀγάπης θεοποιοῦντες τόν κόσμον καί τήν ὕλην καί τήν σάρκα. Πορευόμεθα «καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσσ. δ΄ 13-14) καί καθιστάμεθα «ὁδηγοί τυφλῶν», διότι «ἀγαπῶμεν τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ὑπέρ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ», ἵνα μετά Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἴπωμεν.
Τήν ἀλήθειαν ταύτην ἐκφράζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, παραλληλίζων τήν πολιτείαν τοῦ κληρικοῦ πρός τό θαῦμα. «Ἡ πρώτη ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνων ἱδρώτων, ἡ δευτέρα γυμνήν ἐπιδείκνυσι τήν Χάριν [...] τά σημεῖα καθ᾿ ἑαυτά ὄντα οὐ σώζει τούς ποιοῦντας, ἡ δέ πρᾶξις καθ᾿ ἑαυτήν οὖσα, οὐδενός ἑτέρου δεῖται πρός σωτηρίαν τοῦ κεκτημένου» (πρβλ. Συνάξεως γενομένης ἐν τῇ παλαιᾷ Ἐκκλησίᾳ, P.G. 51, 80-82), διότι, προσθέτει ὁ μέγας ἐκεῖνος ἐν Ἀρχιεπισκόποις Κωνσταντινουπό-λεως, ὁ Χριστός κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην «τά ἔπαθλα δίδωσι τοῖς τά προστάγματα αὐτοῦ πεποιηκόσι. Τούς μακαρίους ἐκείνους θαυμάζομεν, οὐ διά τά σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι πολιτείαν ἐπεδείξαντο ἀγγελικήν. Πολιτεία ὀρθή καί χωρίς τῶν σημείων ἀπολήψεται τούς στεφάνους» (πρβλ. Περί κατανύξεως Α΄, P.G. 47, 407-408), καθότι εἷς κληρικός, ὡς ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Νῶε, «ὀρθῶς ζῶν δῆμον ὁλόκληρον ἐξαρπάσαι δυνήσεται τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ» (Ὅτι ἐπικίνδυνον τοῖς λέγουσι, P.G. 50, 661-662).
Ἰδού ἡ ἀποστολή τοῦ κληρικοῦ, ἀδελφοί καί πατέρες. Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς, στῶμεν μετά φόβου, ἱερουργοῦντες τά μυστήρια τῶν Μυστηρίων, ἀλλά καί τά μυστήρια τῆς ψυχῆς τῶν συνανθρώπων μας. Ἡ ἀποστολή τοῦ κληρικοῦ εἶναι ἡ διακονία τῆς ἀληθείας: Μή λησμονῆτε δέ ὅτι «οὐδέν τῆς ἀληθείας φανερώτερον, οὐδέν ἰσχυρότερον γένοιτ᾿ ἄν» καί «αὕτη τῆς ἀληθείας ἡ φύσις, δι᾿ ὧν δοκεῖ παρά τῶν ἀνθρώπων ἐπιβουλεύε-σθαι, διά τούτων ἰσχυροτέρα γίνεται, διά τούτων λάμπει, δι᾿ ὧν σκιάζεται», καί, τέλος, «μακάριος ὁ ἀντεχόμενος τῆς ἀληθείας καί παραδειγματιζόμενος συνειδητοποιῶν αὐτήν καί ἐλεγχόμε-νος ὑπ᾿ αὐτῆς». «Οὕτως ἰσχυρόν ἡ ἀλήθεια. Κἄν τῶν τυχόντων ἐπιλάβηται, λαμπρούς αὐτούς ἀποφαίνει ἡ ἀλήθεια λάμπει καί διάδηλός ἐστι πανταχοῦ» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην ΚΘ΄ καί ΝΗ΄ P.G. 59, 165-166, 315, 318, καί εἰς τάς Πράξεις ΜΣΤ, P.G. 60, 324). Ἡμεῖς οἱ κληρικοί δέον νά εἴμεθα «ὑπηρέται τῆς ἀληθείας. Ἡμεῖς οὐ τά ἡμέτερα λέγομεν, ἀλλά τά τοῦ Θεοῦ», ἀποφαίνεται καί πάλιν ὁ ἱερεύς καί ἐπίσκοπος Ἱερός Χρυσόστομος (πρβλ. Εἰς Β΄ Θεσσαλονικεῖς Γ΄, P.G. 62, 484). Ἄλλωστε, «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, καί ἡ ζωή» εἶναι ὁ Κύριός μας καί ἄς μή λησμονῶμεν ὅτι Αὐτοῦ μαθηταί ἐκλήθημεν νά εἴμεθα οἱ κληρικοί ἐν τῷ κόσμῳ.
Τό σημεῖον τοῦτο ἀποτελεῖ τό κομβικόν πρόβλημα, τοῦ πῶς καί τίνι τρόπῳ θά διαβιβάσωμεν τήν περί Χριστοῦ ἀλήθειαν εἰς ἀνθρώπους εἴτε Ὀρθοδόξους, τούς πιστούς μας, τούς ἔχοντας ὅμως πάντοτε ἀνάγκην «καλοῦ ποιμένος», «πλήρους χάριτος καί ἀληθείας», δηλαδή χάριτος καί ἤθους, καί πῶς θά δυνηθῶμεν νά τούς πείσωμεν, οὐχί πάντως διά τῆς βίας, ὅτι ὁ Χριστός ζῇ καί ἐνεργεῖ διαχρονικῶς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ζῇ καί ἐνεργεῖ κενωτικῶς καί ἀγαπητικῶς. Καί μόνον. Ὄχι ἐξουσιαστικῶς. Δέν ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς τούς κληρικούς, ἡ ἀρχή, «ὥσπερ ὁ πλοῦτος τούς οὐ προσέχοντας ἐκτραχηλίζειν εἴωθεν[...]» νά μᾶς «ἄγῃ εἰς ἀπόνοιαν», οὐδέποτε δέ «τό μέγεθος τῆς ἀρχῆς καί τῆς φύσεως ἡμᾶς εἰς λήθην ἄγειν, ὅτι θνητοί ἐσμεν» (πρβλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην ΞΣΤ΄ καί Εἰς τόν Δανιήλ Β΄ P.G. 59, 365 καί 56, 204).
Φρονοῦμεν ἐκ τῆς προσωπικῆς ἡμῶν ἐμπειρίας ὡς διακόνου, πρεσβυτέρου καί Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐπί τέταρτον αἰῶνος ἀπό τῆς ὑψίστης ἐπάλξεως τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας καί περιωπῆς, ὅτι ὁ καλλίτερος καί πλέον ἐνδεδειγμένος τρόπος ἀσκήσεως τοῦ ἱερατικοῦ ὑπουργήμαστος εἶναι ὁ βιωματικός, δηλαδή ὄχι μόνον ἡ ἐκ μέρους ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν τῶν κληρικῶν ὀφειλετική συνειδητή βίωσις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀλλά καί ἡ συμμόρφωσις ἡμῶν πρός τήν ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσαν χριστιανικήν ἠθικήν, τήν ὁποίαν καί ἐκλήθημεν νά διδάξωμεν εἰς τούς πιστούς μας καί νά μή καταλήγωμεν, ὡς οἱ ὑποκριταί φαρισαῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, εἰς τό νά «ἀποδεκατῶμεν τό ἡδύοσμον καί τό ἄνηθον καί τό κύμινον, καί νά ἀφήνωμεν τά βαρύτερα τοῦ νόμου, τήν κρίσιν καί τόν ἔλεον καί τήν πίστιν» (πρβλ. Ματθ. κγ΄ 23), τούς ὁποίους φαρισαίους κατακρίνει ὁ Κύριος διά τῆς βαρυτάτης μομφῆς τοῦ «οὐαί», δηλαδή «ἀλλοίμονον». Μή γένοιτο οὐδενί ἐξ ἡμῶν οὕτως, ἀδελφοί, ἀλλά ἄς ἀξιωθῶμεν τῆς εὐκταίας φωνῆς τοῦ Κυρίου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ «εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».
Τυγχάνει πάγκοινος ἡ διαπίστωσις, ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα, ἐξ ἑτέρου, ὅτι τά θεῖα πράγματα πολλάκις ἀντιμετωπίζονται μετά πλήρους ἀδιαφορίας ἐκ μέρους τοῦ μεγίστου πλήθους τῶν συνανθρώπων μας. Ὁ μόνος τρόπος νά εὐαγγελισθῶμεν τό χαρμόσυνον μήνυμα τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας παραμένει πάντοτε ἡ ἐντονωτέρα καί σιωπηρά βίωσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ διά συνόλου τῆς ἁγιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως, διά τῶν μύρων καί τῶν δακρύων, διά τῆς κενώσεως, διά τῆς ἀγάπης, διά τῆς τηρήσεως τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, διά τῆς ὅλης βιοτῆς καί πολιτείας μας.
Λέγοντες τά ἀνωτέρω, ἐπαναλαμβάνομεν τήν γνωστήν εἰς πολλούς ἐξ ὑμῶν συνομιλίαν τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρὼφ μετά τοῦ Μοτοβίλωφ. Ὅταν ἠρωτήθη ὁ Μοτοβίλωφ ποῖος εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀπήντησεν ἀνεπιτυχῶς, ὁ ὅσιος Σεραφείμ εἶπεν ὅτι εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐπεσφράγισε τήν συζήτησιν μέ τό ὡραιότατον ἀπόφθεγμα: «ἀπόκτησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί πλήθη θά σωθοῦν γύρω σου». Εἰς δέ τήν ἀπορίαν τοῦ Μοτοβίλωφ πῶς ἀποκτᾶται τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Ἅγιος ἔφερεν ὡς παράδειγμα τήν θερμάστραν του λέγων, ὅτι ὅσον περισσότερα ξύλα δέχεται τόσον περισσοτέραν θερμαντικήν ἱκανότητα ἀποκτᾷ καί, χωρίς νά κάμῃ προσκλητήριον, ὅσοι κρυώνουν μόνοι των προσέρχονται πλησίον της διά νά θερμανθοῦν.
Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ἡμεῖς, ἀδελφοί καί πατέρες, πρέπει νά ἀνοιγώμεθα διαρκῶς εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα, νά ἁγιαζώμεθα προσωπικῶς. Ζῶντες ἐν τῷ κόσμῳ νά εἴμεθα ἐκτός τοῦ κόσμου, καί τότε αὐτομάτως θά γινώμεθα ζωντανοί πομποί θείας Χάριτος, τήν ὁποίαν πρωτίστως διά τῶν ἁγίων μυστηρίων, διά «τῶν σημείων», ἀλλά καί ἐξ ἴσου καί διά τῆς βιοτῆς καί πολιτείας μας, τοῦ ἤθους μας, ὡς μᾶς προτρέπει ἡ φωνή τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, θά παρέχωμεν ἀφειδωλεύτως εἰς τούς πιστούς μας.
Ἄς φροντίσωμεν, λοιπόν, νά πολιτευώμεθα, ὡς ὁ ἁπλοῦς Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, καί τότε οἱ πιστοί μας καί γενικώτερον οἱ συνάνθρωποί μας παγωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ζητοῦντες σανίδα σωτηρίας θά πλησιάσουν δι᾿ ἡμῶν τόν Χριστόν.
Ἐνδεικτικόν τῆς σχέσεως ἱερωσύνης, χάριτος καί ἤθους εἶναι καί τό λεχθέν ὑπό τοῦ γνωστοῦ ἰνδοῦ φιλοσόφου καί πολιτικοῦ Γκάντι: «Θαυμάζω ἀληθῶς τόν Χριστόν, ἀλλά δέν ἐκτιμῶ καθόλου τούς χριστιανούς» καί τοῦτο, διότι ἔβλεπε τήν τεραστίαν ἀνακολουθίαν πίστεως καί ἤθους τῆς καθημερινότητος τῶν Χριστιανῶν, ἐκείνων τούς ὁποίους ἐγνώρισε καί συνανεστράφη. Ἐάν οὕτω πρέπει νά συμπεριφέρωνται οἱ ἁπλοῖ χριστιανοί πιστοί, ἄς ἀναλογισθῶμεν πῶς πρέπει νά συμπεριφε-ρώμεθα ἡμεῖς οἱ κληρικοί, ὥστε νά καθιστάμεθα, ἐπαναλαμβάνομεν, ἡ «ζύμη» ἡ ὁποία καλεῖται νά «ζυμώσῃ ὅλον τό φύραμα», δηλαδή νά σώσῃ τόν κόσμον.
Ἁγιασμός παρέχεται ἀσφαλῶς ἐκ μέρους τοῦ Φιλανθρώπου Κυρίου, ὅταν ἡμεῖς οἱ κληρικοί διά τῆς προσευχῆς μας ζητῶμεν ἁγιασμόν ἀναφαίρετον. Ὅμως, ὀφείλομεν νά μή παραμένωμεν μόνον ἁγιάζοντες ἀλλά καί ἁγιαζόμενοι, ὥστε νά μή προκαλῶμεν τήν ἀντίδρασιν: «Ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν» (πρβλ. Λουκ. δ΄ 23). Σεῖς, ἀδελφοί, ζῶντες καί διακονοῦντες ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ εἰς τήν φιλοξενοῦσαν ὑμᾶς καί τήν Ἱεράν Μητρόπολίν μας, τάς Ἐνορίας καί τάς Κοινότητάς της, καί τούς πιστούς της, χώραν τῆς Γερμανίας, τούς ὁμοπίστους μας Ὀρθοδόξους, θά ἔχητε πολλάκις διαπιστώσει περιπτώσεις ἀληθοῦς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους ἐντοπίων συνανθρώ-πων μας ἀνατεθραμμένων δι᾿ ἑτέρων θρησκευτικῶν δοξασιῶν ἤ ἀχρωματίστων θρησκευτικῶς. Ὡς ἄλλοι παράλυτοι τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἀναμένουν καί ἐκεῖνοι τήν εὐλογημένην στιγμήν νά τύχουν τῆς ἐλπιζομένης πνευματικῆς ἀνορθώσεώς των καί νά ἀγκυροβολήσουν εἰς τόν ὑπήνεμον λιμένα τῆς σωτηρίας. Διά τοῦτο, «ἱστάμενοι ἐπί τῆς θείας φυλακῆς» τῆς ἱερωσύνης: «καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσώμεθα» ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί ὡς δυνάμενοι νά ὁδηγήσωμεν ἀσφαλῶς εἰς θεογνωσίαν πάντα βουλόμενον. Μόνον τότε θά «ἐνδυθῶμεν ἀφθαρσίας εὐπρέπειαν», δοξάζοντες τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν μόνον εὐλογητόν καί ὑπερένδοξον Θεόν τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ἱερώτατε ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε,
Θεοφιλέστατοι συνεπίσκοποι καί ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι,
«Ὁ τῶν ἀρρήτων καί ἀθεάτων μυστηρίων Θεός, παρ᾿ ᾧ οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως οἱ ἀπόκρυφοι» μᾶς ἐκάλεσεν «εἰς τήν διακονίαν τῆς λειτουργίας ταύτης ἀποκαλύψας ἡμῖν καί θέμενος ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς διά τήν πολλήν» Του «φιλανθρωπίαν εἰς τό προσφέρειν» Αὐτῷ «δῶρά τε καί θυσίας ὑπέρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων» (Εὐχή μετά τό ἀποτεθῆναι τά ἅγια ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ, Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων).
Τό χάρισμα τοῦτο τῆς ἱερωσύνης ὡς χάριν καί ὡς ἦθος, ὡς ζωήν, ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ κληρικοί νά θεολογῶμεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ψυχῶν, μέ τήν νοοτροπίαν τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, δηλαδή ἐν ἀναγνωρίσει τῆς ἀδυναμίας μας, ἀλλά καί τῆς παντοδυναμίας τοῦ Κυρίου, κατά τήν παραγγελίαν, τόν κανόνα, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ προεδρεύσαντος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Νόμον τίθημι πᾶσι τοῖς ψυχῶν οἰκονόμοις, καί τοῦ λόγου ταμίαις˙ μήτε τῷ σκληρῷ τραχύνειν, μήτε τῷ ὑπεσταλμένῳ κατεπαίρειν, ἀλλ᾿ εὐλόγους εἶναι περί τόν λόγον, μηδετέρῳ τό μέτρον ὑπερβαίνοντας» (Θέτω κανόνα εἰς ὅλους τούς οἰκονόμους τῶν ψυχῶν καί ταμίας τοῦ λόγου, οὔτε μέ τήν σκληρότητα νά κάνουν ἄκαμπτον τόν ἄλλον, οὔτε μέ τό συνεσταλμένο νά προκαλοῦν ἔπαρσιν, ἀλλά νά εἶναι εὔλογοι εἰς τόν λόγον, χωρίς νά ὑπερβαίνουν τό μέτρο εἰς βάρος τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς» (Λόγος ΜΒ΄, Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, P.G. 36, 473Α).
Θά κλείσωμεν τούς πατρικούς τούτους καί προτρεπτικούς λόγους ἡμῶν, τοῦ Πατριάρχου σας πρός ἕκαστον ἐξ ὑμῶν ὡς πρόσωπα καί ὡς σύνολον, ἀδελφοί καί πατέρες καί τέκνα, ἐπαναλαμβάνοντες πρός ὑπόμνησιν καί παραδειγματισμόν ὅλων ἡμῶν τούς λόγους τοῦ ἐν Ἁγίοις Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἀπευθυνομένους καί πάλιν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, περί πνευματικῆς καί θεατρικῆς ἱερωσύνης, συνυφασμένης μέ τήν δοθεῖσαν ἡμῖν Χάριν, ἀλλά καί μέ τό ἦθος, τῆς ἀσκήσεως τοῦ διακονικοῦ τούτου ἀξιώματος: Εἰσί τινες «οἵ τήν ἁπλῆν καί ἄτεχνον ἡμῶν εὐσέβειαν ἔντεχνον πεποιήκασι, καί πολιτικῆς τι καινόν εἶδος ἀπό τῆς ἀγορᾶς εἰς τά ἅγια μετενηνεγμένης, καί ἀπό τῶν θεάτρων ἐπί τήν τοῖς πολλοῖς ἀθέατον μυσταγωγίαν˙ ὡς εἶναι δύο σκηνάς, εἰ δεῖ τολμήσαντα τοῦτο εἰπεῖν, τοσοῦτον ἀλλήλων διαφερούσας, ὅσον τήν μέν πᾶσιν ἀνεῖσθαι, τήν δε τισι˙ καί τήν μέν γελᾶσθαι, τήν δέ τιμᾶσθαι˙ καί τήν μέν θεατρικήν, τήν δέ πνευματικήν ὀνομάζεσθαι» (Ὑπάρχουν μερικοί οἱ ὁποῖοι ἱερατεύουν, οἱ ὁποῖοι τήν ἄτεχνον καί ἁπλῆν εὐσέβειάν μας τήν ἔκαναν ἔντεχνην καί νέον εἶδος πολιτικῆς τό ὁποῖον μεταφέρεται ἀπό τήν ἀγοράν εἰς τά ἅγια καί ἀπό τά θέατρα εἰς τήν μυσταγωγίαν ἡ ὁποία εἶναι ἀθέατος εἰς πολλούς. Μέ τόν τρόπον αὐτόν γίνονται δύο σκηνές, ἄν ἐπιτρέπεται νά τολμήσωμεν νά τό εἴπωμεν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τοιαύτην διαφοράν μεταξύ των, ὥστε ἡ μία νά εἶναι ἀνοικτή εἰς ὅλους, ἐνῷ ἡ ἄλλη σέ λίγους· καί ἡ μία νά περιγελᾶται, ἐνῷ ἡ ἄλλη νά τιμᾶται· καί ἡ μέν μία ὀνομάζεται θεατρική, ἐνῷ ἡ ἄλλη πνευματική» (Λόγος ΛΣΤ΄, Εἰς ἑαυτόν καί εἰς τούς λέγοντας..... P.G. 36, 268Α). Ἡμεῖς προσωπικῶς οὐδέν ἔχομεν νά προσθέσωμεν. Ὁ νοῶν νοείτω. «Οὐ βάλλω ἐφ᾿ ὑμᾶς ἄλλο βάρος», «πλήν ὅ ἔχετε», ἤτοι τήν παρακαταθήκην τῆς Χάριτος, ἀδελφοί, «κρατήσατε» ἐν βιοτῇ καί πολιτείᾳ εὐαγγελικῇ, «ἄχρις ἄν ὁ ἐρευνῶν νεφρούς καί καρδίας Κύριος ἥξῃ», διά νά δώσῃ «ἑκάστῳ κατά τά ἔργα» αὐτοῦ, ἤτοι «τῷ νικῶντι καί τηροῦντι ἄχρι τέλους τά ἔργα» Του «τόν ἀστέρα τόν πρωϊνόν» (πρβλ. Ἀποκ. β΄ 24-29), οὐδέποτε ἰσχυριζόμενοι καί λέγοντες, ὅτι «πλούσιός εἰμι καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω, -καί οὐκ οἶδας ὅτι σύ εἶ ὁ ταλαίπωρος καί ὁ ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός» (Ἀποκ. γ΄ 17-18), ἀλλά γνωρίζοντες ὅτι καί δι᾿ ἡμᾶς τούς διακόνους τῆς Χάριτος ὁ καλέσας ἡμᾶς Κύριος «ἰδού ἕστηκεν ἐπί τήν θύραν καί κρούει˙ ἐάν ἀκούσωμεν τῆς φωνῆς Του θά ἀνοίξῃ τήν θύραν καί εἰσελεύσεται πρός ἡμᾶς καί δειπνήσει μεθ᾿ ἡμῶν καί ἡμεῖς μετ᾿ Αὐτοῦ» (πρβλ. Ἀποκ. γ΄ 20-21).
Διαβεβαιοῦντες, ὅτι ἐν ταῖς Πατριαρχικαῖς εὐχαῖς καί δεήσεσιν ἡμῶν πρός τόν Κύριον τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν καί πάσης παρακλήσεως, τόν μή γευσάμενον ἁμαρτίας καί χορηγόν τῆς Χάριτος θανάτῳ θάνατον πατήσαντα Κύριον τῆς δόξης, ἔχετε ἅπαντες ὑμεῖς, ἀδελφοί καί συλλειτουργοί, μερίδα καί κλῆρον, ὡς συνεργάται καί συγκυρηναῖοι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἐν τῷ ἔργῳ τῆς σωτηρίας, εὐχόμεθα διαπύρως, ὅπως ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος Θεός ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Παμμακαρίστου καί τῆς Φανερωμένης καί τῶν Φυλακισμένων, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, καί πάντων τῶν Ἁγίων, ἐνισχύῃ τήν ὑμετέραν Ἱερότητα, ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, τούς Θεοφιλεστάτους περί ὑμᾶς Ἐπισκόπους, τούς εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς καί Διακόνους καί τό λογικόν ποίμνιον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, καί ἐκφράζομεν τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν διά τό πλούσιον πνευματικόν ἔργον καί τήν καθημερινήν Ὀρθόδοξον μαρτυρίαν τήν ὁποίαν ἅπαντες δίδετε ὑπό συνθήκας οὐχί πάντοτε εὐνοϊκάς. Προτρεπόμεθα καί παρακαλοῦμεν ὑμᾶς «ἐργάζεσθε ἕως ἡμέρα ἐστί». Ἐργάζεσθε ἐν τῷ φωτί. «Γρηγορεῖτε ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται». Ἐργάζεσθε τό ἐμπιστευθέν «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν» τάλαντον τοῦ Κυρίου, ἵνα εἰσέλθητε εἰς τήν χαράν Αὐτοῦ καί εἰσαγάγητε χάριτι καί ἐλέει εἰς τόν θεῖον νυμφῶνα καί τάς ἐμπεπιστευμένας ὑμῖν ψυχάς. Συνεχίσατε, συνημμένοι τῷ Ἱερωτάτῳ Μητροπολίτῃ σας, «ὡς χορδαί κιθάρᾳ», κατά τήν ἅγιον Ἱγνάτιον τήν Θεοφόρον, νά συνθέτητε ὕμνον θριαμβευτικόν ἑνότητος πρός τόν Μέγαν Ἀρχιερέα Ἰησοῦν Χριστόν καί γίνησθε σύγχρονοι ἀπόστολοι χάριτος καί ἀληθείας τῆς πολυπλάγκτου Μητρός μας Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Συνεχίσατε τήν ἱεράν διακονίαν τῆς ἱερωσύνης, ἐφωδιασμένοι διά τῆς δοθείσης ἑκάστῳ ὑμῖν Χάριτος, καταξιοῦντες τήν δωρεάν διά βιοτῆς καί πολιτείας κατά τά παραγγέλματα Κυρίου ἐν τῷ Ἱερῷ Εὐαγγελίῳ καί ἐν ταῖς Γραφαῖς, διά νά ἀξιωθῆτε μετά τῶν εἴκοσι καί τεσσάρων συμπρεσβυτέρων σας τῆς φρικτῆς Ἀποκαλύψεως νά ἀκούσητε «ὡς φωνήν μεγάλην ὄχλου πολλοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ λεγόντων˙ ἀλληλουϊα˙ ἡ σωτηρία καί ἡ δόξα καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι ἀληθιναί καί δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιθ΄ 1-2)˙ νά ἀκούσητε «ὡς φωνήν ὄχλου πολλοῦ καί ὡς φωνήν ὑδάτων πολλῶν καί ὡς φωνήν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων˙ ἀλληλούϊα˙ ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ» (Ἀποκ. Ἰωάν. ιθ΄ 6-7). Λέγει ὁ ἀψευδῶς μαρτυρῶν τά ἀνωτέρω Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καί μετά Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστοῦ, τοῦ ἀναπεσόντος ἐπί τοῦ στήθους τοῦ ἀγαπῶντος τούς πάντας Σωτῆρος ἡμῶν, ἐπαναλαμβάνομεν καί ἡμεῖς τόν Κυριακόν λόγον: «Ναί ἔρχομαι ταχύ». Καί ἡμεῖς οἱ κληρικοί ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν «λόγον ἀποδοῦναι», ὡς ὀφείλομεν, διά τήν δωρεάν ἐμπιστευθεῖσαν ἡμῖν φρικτήν «παρακαταθήκην» ἀνταπαντῶμεν ἱκετευτικῶς: «Ἀμήν, ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» καί «ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν», ὅτι ἡμάρτομεν πολύ, ἀλλά καί ἠγαπήσαμεν πολύ, Σέ, Κύριε, καί τό δημιούργημά Σου, τόν συνάνθρωπον, καί τόν διηκονήσαμεν κατά τό δοθέν ἑκάστῳ ἐξ ἡμῶν χάρισμα καί τάλαντον.
«Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων», μεθ᾿ ὑμῶν πάντων, ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι, Ἀμήν. (πρβλ. Ἀποκ. Ἰωάν. κβ΄ 21).
Ἱερώτατε καί λίαν ἀγαπητέ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί συνεπίσκοποι,
Ἀγαπητοί συμπρεσβύτεροι καί ἐν Χριστῷ διακονία,
Χριστός Ἀνέστη!
Μέ τόν θρίαμβον τοῦτον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς μας, μέ τό «Χριστός Ἀνέστη», χαιρετίζομεν ἐν περιχαρείᾳ καί δοξολογίᾳ τήν ἱεράν ταύτην σύναξιν ὑμῶν, τῶν ἀναλισκομένων καθ᾿ ἡμέραν εἰς τό ἱερόν λειτούργημα καί εἰς τήν πνευματικήν διακονίαν τοῦ λαοῦ κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς Ἐπαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, δραστηριοποιουμένης ἐν τῇ διασπορᾷ, διακρινομένης ὅμως διά τήν εὐσέβειαν τοῦ ποιμνίου της ἀλλά καί διά τήν παραδοσιακήν εὐλάβειαν καί λειτουργικήν ζωήν τῶν κληρικῶν της, τελούντων ὑπό τήν στοργικήν καθοδήγησιν τοῦ ἐκλεκτοῦ ποιμένος αὐτῆς, τῆς ὑμετέρας ἀγαπητῆς Ἱερότητος, ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε.
Εὐχαριστοῦμεν θερμῶς διά τήν παρεχομένην εἰς τήν ἡμετέραν Μετριότητα χαράν ὅπως ἀπευθύνωμεν πρός ὑμᾶς πάντας, ἀδελφοί, λόγους ἀγάπης καί φιλαδέλφου παρακλήσεως ἀλλά καί πατρικῆς προτροπῆς πρός οἰκοδομήν καί ἐνίσχυσιν, διότι: «οὐδέν οὕτω παροξύνει Θεόν, ὡς τό παρ᾿ ἀξίαν ἱερᾶσθαι», ὡς διακηρύττει καί ὁ ἐν Ἁγίοις προκάτοχος ἡμῶν Ἱερός Χρυσόστομος (Εἰς Ματθαῖον Μ΄, P.G. 57, 443).
«Σήμερον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγεν» εἰς τόν Ἱερόν τοῦτον Ναόν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ὥστε νά χαρῶμεν ἀπό κοινοῦ τήν πνευματικήν ταύτην σύναξιν, νά ἀλληλογνωρισθῶμεν καί νά προσεγγίσωμεν τό ὅ ἐνεπιστεύθη εἰς ἕκαστον ἐξ ἡμῶν ὁ Κύριος φοβερόν καί ἀγγέλοις αἰδέσιμον μυστήριον τῆς ἱερωσύνης, τό ἱερόν τάλαντον τῆς ποιμαντικῆς καί πνευματικῆς διακονίας.
Θά προσπαθήσωμεν δέ, φωτιζόμενοι ἀπό τήν Πατερικήν σοφίαν ἀλλά καί τήν ἐμπειρικήν γνῶσιν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργῶν της, νά προσεγγίσωμεν τό μέγα καί ἱερόν τοῦτο μυστήριον ὑπό δύο κυρίως πτυχάς, ἤτοι τῆς χάριτος καί τοῦ ἤθους. Πλέον συγκεκριμένως, θά ἐπιχειρήσωμεν τήν προσέγγισιν τοῦ μυστηρίου ὡς ὄντως καί κατ᾿ ἐξοχήν μυστηρίου ὑπό τήν εὐθύνην τῆς ἐμπιστευθείσης ἑκάστῳ ἐξ ἡμῶν οὐχί ὑπ᾿ ἀνθρώπων ἀλλά ὑπό τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου Χάριτος, ἀλλά καί τοῦ ἤθους, δηλαδή τῆς βιοτῆς καί τῆς πολιτείας, διά τῶν ὁποίων ὀφείλομεν νά διακρινώμεθα οἱ κληρικοί, ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ καί οἰκονόμοι τῆς Χάριτος ταύτης.
Πρίν ἤ εἰσέλθωμεν εἰς τό θέμα, ἐκφράζομεν τήν ἥν δοκιμάζομεν σήμερον, ἀδελφοί, χαράν τῆς συνευφροσύνης μετά πάντων ὑμῶν πνευματικῶς ἐπί τῇ ἑορταζομένῃ σημαντικῇ ἐπετείῳ διά τήν ζωήν καί τήν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου εἰδικώτερον, τῷ χρυσῷ δηλαδή ἰωβηλαίῳ ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς θεοσώστου ταύτης ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας.
Βεβαίως, τά πεντήκοντα ἔτη παρῆλθον ὡς ἡ «ἡμέρα ἡ ἐχθές». Ἄλλωστε, ὁ χρόνος δέν ἔχει σημασίαν ἐνώπιον τοῦ ἀχρόνου Θεοῦ, τοῦ ἔχοντος ἐν τῇ ἰδίᾳ Αὐτοῦ ἐξουσίᾳ χρόνους καί καιρούς καί κρατοῦντος τά σκῆπτρα καί τῆς πνευματικῆς καί τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ὁ χρόνος, ἀκόμη, οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει καί διά τόν μετ᾿ αὐτοῦ (τοῦ χρόνου) παρερχόμενον ἄνθρωπον: «Ἄνθρωπος, ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ˙ ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει˙ ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καί οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ», κηρύττει ἐπιγραμματικῶς ὁ Ψαλμῳδός Δαυΐδ (ἰδέ Ψάλμ. ,ργ΄ 15-16). Ὅταν ὁ Θεός «ἀντανελῇ» «τό πνεῦμα» τῶν ἀνθρώπων, τότε «εἰς τόν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέφουσι», καί οὐδείς γνωρίζει τήν πορείαν αὐτῶν παρά μόνον ὁ Κριτής Θεός, παρ᾿ ᾧ οἱ θησαυροί τῆς σοφίας οἱ ἀπόκρυφοι. Ὅταν δέ ἀνοίξῃ τήν χεῖρα Του τά «σύμπαντα πληροῦνται χρηστότητος».
Δέν ἔχει ἀξίαν, λοιπόν, ὁ παρερχόμενος, ἐν ἁμαρτίαις καί δοκιμασίαις δυστυχῶς πολλάκις, χρόνος. Καιρίαν σημασίαν ἔχει τό πνεῦμα καί ἡ χρηστότης τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία καί τόν κατευθύνει. Τό γεγονός, δηλαδή, ἔγκειται εἰς τό ἐπιτελούμενον ἐν χρόνῳ «ἕως ἡμέρα ἐστίν» ἔργον.
Τό Ὀρθόδοξον ἔργον ἐν Γερμανίᾳ κατά τόν παρελθόντα χρόνον τῆς πεντηκονταετίας, εἰς τό ὁποῖον ἔχουν συμβάλει κεκοιμημένοι πατέρες καί ἀδελφοί Ἱεράρχαι, ἀλλά καί ἕκαστος ἐξ ὑμῶν, καί ἱερόν καί μέγα καί ἀνεγνωρισμένον καί τιμώμενον εἶναι.
Δόξα καί τιμή καί εἰρήνη, λοιπόν, πρέπει, ἵνα μετά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἴπωμεν (πρβλ. Ρωμ. β΄ 10), εἰς τούς ἐργασαμένους καί συνεχίζοντας τήν ἐργασίαν τοῦ ἀγαθοῦ ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ.
Ἐν τῇ ἱερᾷ ἡμῶν Συνάξει ταύτῃ σήμερον, ἀδελφοί, ἐνώπιον τοῦ ἱλαροῦ προσώπου ὑμῶν τοῦ ἱεροῦ κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς τῆς Γερμανίας ἀναγνωρίζομεν καί τιμῶμεν ἀπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τό ἐπιτελεσθέν ὑπό ἀντιξόους συνθήκας, ἀγαπητικῶς ὅμως καί θυσιαστικῶς, ἔργον ζωῆς τοῦτο. Ἰδού ἔχομεν ἐν Γερμανίᾳ «τόπον ἁγιάσματος Κυρίου», δηλαδή βίωμα ὀρθοδόξου ζωῆς καί μαρτυρίας.
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν καί σᾶς συγχαίρομεν, ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας, θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί καί ἀγαπητοί πρεσβύτεροι, διά τό ἔργον τοῦτο καί ἐκφράζομεν εἰς ὑμᾶς τόν ἔπαινον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, μιμνησκόμενοι καί τούς θέσαντας τό θεμέλιον τοῦ ἔργου τούτου ἀειμνήστους κληρικούς, γνωστούς καί ἀγνώστους, ἐπί τοῦ ὁποίου θεμελίου σεῖς σήμερον συνεχίζετε ἐν Γερμανίᾳ τό ἔργον Κυρίου, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τούς ἀειμνήστους Ποιμενάρχας τῆς Ἐπαρχίας ταύτης Πολύευκτον Φινφίνην, Ἰάκωβον Τζαναβάρην καί Εἰρηναῖον Γαλανάκην.
Ἐπελέξαμεν νά σᾶς ὁμιλήσωμεν, ἐν ἀναστασίμῳ ἑορτίῳ ἀτμοσφαίρᾳ, ἀπό τῆς ἀνωτέρω ὀπτικῆς ταύτης γωνίας τῆς Χάριτος καί τοῦ Ἤθους τῆς ἱερωσύνης, ἤ ἄλλως τῆς ἱερατικῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἱερούργησε καί ἱερουργεῖ ἔργον ἁγιασμοῦ ἀναφαιρέτου εἰς τήν Γερμανίαν καί ἁπανταχοῦ τῆς δεσποτείας Κυρίου, κυρίως διά νά ἀναλογισθῶμεν τήν συνέχειαν τοῦ ἔργου ἐν τῷ ἐν Γερμανίᾳ γεωργίῳ τοῦ Κυρίου, διά τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀξίας τοῦ ἀξιώματος, τό ὁποῖον, ὡς «παρακαταθήκην» ἱεράν, μᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, καί διά νά συναισθανώμεθα πῶς δεῖ πολιτεύεσθαι ἐν ἐκκλησίᾳ Θεοῦ ζῶντος.
Ἀδελφοί, Οὐδέποτε καί οὐδείς ἐξ ἡμῶν πρέπει νά λησμονῶμεν, ὅτι ὁ καλέσας ἡμᾶς Κύριος εἶναι πάντοτε «μεθ᾿ ἡμῶν˙ καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται»˙ καί ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός Του «τά πανθ᾿ ὁρᾷ». Ὁ Κύριος γνωρίζει τά «κρύφια τῶν καρδιῶν» καί τῶν ἀποκρυπτομένων πολλάκις ἐνεργειῶν καί πράξεών μας, Αὐτός ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐνεπιστεύθη τήν Χάριν Του, διά νά τήν διαχειρισθῶμεν ὡς «καλοί οἰκονόμοι», δηλαδή μέ ἦθος, μέ ἁγνήν βιοτήν καί πολιτείαν, «μή συσχηματιζόμενοι τῷ αἰῶνι τούτῳ» (πρβλ. Ρωμ. ιβ΄ 2), γινόμενοι τύπος καί ὑπογραμμός τοῖς ἐγγύς καί τοῖς μακράν, ὡς ἁρμόζει εἰς κληρικούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὅταν γινώμεθα οἱ κληρικοί ἐπιλήσμονες τῆς Θείας Χάριτος, κινούμενοι ἀπό «βιοτικάς μερίμνας» καί «ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν», Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός μας, ἐπιδεικνύει «ἀνοχήν», μέχρις ἑνός ὁρίου ὅμως, καί πάντοτε «πρός τό συμφέρον». Νά εἴμεθα ὅμως βέβαιοι, ὅτι οὐδέν «λανθάνει» Αὐτῷ, «οὐδέ σταλαγμός δακρύων, οὐδέ σταλαγμοῦ τι μέρος», «ἐπί τό βιβλίον» Του δέ «καί τά μήπω πεπραγμένα, γεγραμμένα τυγχάνει», ὡς ἐπαναλαμβάνομεν ἐν πίστει μετά Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, προετοιμαζόμενοι ὅλοι μας οἱ κληρικοί πρό τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας διά νά προσέλθωμεν εἰς τήν ἱερουργίαν τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου καί εἰς τήν μετάληψιν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, «εἰς ζωήν αἰώνιον», διά νά μή γίνηται ἡμῖν εἰς «κρῖμα ἤ κατάκριμα». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλῶν περί τοῦ ἤθους τοῦ ἱερέως ἀποφαίνεται: «Εὑρέτις κακῶν ἡ ἀσέβεια, καί λίαν τολμηρόν εἰς ἐγχείρησιν» (Λόγος ΚΑ΄ εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, P.G. 35, 1097A). Συνεχίζει δέ ὁ Ἱερός Πατήρ προτρεπόμενος τόν κληρικόν, τόν κατά χάριν δυνάστην τοῦ Μυστηρίου: «Οἱ δυνάσται φοβεῖσθε τόν δυνατώτερον˙ οἱ τῶν ὑψηλῶν θρόνων, τόν ὑψηλότερον. Μή θαυμάσῃς μηδέν, ὅ μή παραμένει˙ μή παρίδῃς, ὅ μένει˙ μηδέ περισφίγξῃς μηδέν, ὅ διαρρεῖ κρατούμενον˙ μή ζηλώσῃς τι τῶν οὐ φθονουμένων, ἀλλά μισουμένων» (Λόγος ΜΔ΄ Εἰς τήν Καινήν Κυριακήν, P.G. 36, 616Β), καταλήγει δέ μέ τήν παράκλησιν: «Φύλαξαι τήν παγίδα, μή ἀγρευθῇς τοῖς ὀφθαλμοῖς˙ καί εἰ ἠγρεύθης, ἔκνηψον, μή καί τό θρυλλούμενον βεβαιώσῃς, ὅτι φαρμάκοις τόν νοῦν ἐκλάπης» (Ἐπιστολή ΣΤ΄, Ἀδελφῷ, P.G. 37, 341Β).
Ἀναλογιζόμενοι, λοιπόν, οἱ κληρικοί τάς θείας εὐλογίας τάς ὁποίας ἔχομεν ἅπαντες δεχθῆ καί δεχόμεθα παρά τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὀφείλομεν νά εὐχαριστῶμεν ἐκ μέσης καρδίας, καί δή νά εὐγνωμονῶμεν συνεχῶς, διά τήν ὅλως εἰδικήν τιμήν καί πρόνοιάν Του νά μᾶς καλέσῃ εἰς τό μέγιστον τοῦτο ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης. Ὀφείλομεν, λοιπόν, «ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυπώτοις χείλεσι» νά ἱερουργῶμεν τό θεῖον ὑπούργημα. Ὁ κληρικός δέν πρέπει νά λησμονῇ, ὡς διαχειριζόμενος εἰς σωτηρίαν ψυχάς, ὅτι «ψυχῆς οὐδ᾿ ὅς ἰσοστάσιος ὁ κόσμος».
Ὀφείλομεν δέ οἱ κληρικοί νά ἁπτώμεθα «τῶν ἀχράντων» μυστηρίων καί νά διακονῶμεν τάς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ «κεχραμέναις παλάμαις», ὥστε διά πάντων τῶν ἔργων μας νά ὑμνῆται καί νά ὑπερυψῶται ὁ Κύριος.
Γνωρίζομεν οἱ πάντες ἀσφαλῶς, ἐξ ἰδίας προσωπικῆς πείρας ἕκαστος, ὅτι εἰς τήν σημερινήν ὑλόφρονα ἐποχήν ἡ ἱερατική διακονία εἶναι ἀληθής σταυρός, καθ᾿ ὅσον ἡ πεπτωκυῖα ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται εὐχαρίστως τό κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦσα τοῦτο ἀναχρονιστικήν μωρίαν καί δεσμευτικόν παράγοντα διά τήν ζωήν τῆς ἐγκοσμίου ἐλευθεριότητος. Ἀλλά μήπως καί ζῶντος καί δρῶντος τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας δέν ὑπῆρχε παρομοία ἀντίθετος στάσις καί ἀντίληψις τῶν συγχρόνων Του Ἰουδαίων;
Ἐπίκαιρος ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ἡ εὐαγγελική περικοπή ἡ εἰλημμένη ἐκ τοῦ 6ου κεφαλαίου τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος μᾶς ὁμιλεῖ περί Ἑαυτοῦ ὡς τοῦ ἀληθοῦς Ἄρτου τῆς ζωῆς, τοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τόν κόσμον καταβάντος, τοῦ Ὁποίου ὁ μή μεταλαμβάνων οὐκ ἔχει ζωήν αἰώνιον. Μᾶς ὁμιλεῖ δηλαδή περί τῆς Χάριτος, τήν ὁποίαν «δωρεάν» μᾶς ἔδωκε, κατελθών μέχρις Ἅδου, διά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τήν φθοράν καί τόν θάνατον.
Ὅταν ὁ Χριστός εἶπε τόν ἀνωτέρω λόγον «πολλοί ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τά ὀπίσω, καί οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν... εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα˙ μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος˙ Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις. Καί ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καί ἐγνώκαμεν, ὅτι σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».
Ἡ συγκλονιστική αὐτή μαρτυρία τοῦ ἐνθουσιώδους ἀλλά καί τρίς ἀρνησαμένου τόν Κύριον κατά τήν φρικτήν ὥραν τῆς παραδόσεως καί τοῦ πάθους Του Ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἡ διαχρονική ἐμπειρική μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς τόν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί Θεόν, συγχρόνως δέ καί ὡς υἱόν ἀνθρώπου, «ἀσπόρως συλληφθέντα καί ἀφράστως κυηθέντα» ὑπό τῆς «προξένου τοσούτων ἀγαθῶν» κεχαριτωμένης καί ἀσπίλου Παρθένου Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, ὁμολογεῖ Αὐτόν ὡς τόν «καθελόντα δυνάστας ἀπό Θρόνους καί ὑψοῦντα ταπεινούς καί ἐγείροντα κέρας πιστῶν αὐτοῦ, τῶν δοξαζόντων Χριστοῦ τόν Σταυρόν καί τήν ταφήν καί τήν ἔνδοξον ἀνάστασιν» (Δογματικόν Θεοτοκίον Μικροῦ ἑσπερινοῦ δ΄ ἤχου) καί καλεῖ πρός ἐλευθέραν γνωριμίαν μαζί Του, μέσῳ ἡμῶν τῶν κληρικῶν, πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον.
Ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι,
Ἀτενίζοντες τόν Σταυρόν βλέπομεν τόν ἐν αὐτῷ ἐσταυρωμένον, τοὐτέστι τόν Κύριον τῆς δόξης, τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, τόν Βασιλέα ἡμῶν. Ὁ Χριστός ὡς Βασιλεύς ἐθυσιάσθη ὑπέρ τοῦ λαοῦ Του καί αὐτό εἶναι ἴδιον γνώρισμα ἀληθοῦς ἐξουσίας καί βασιλείας. Ἡμεῖς οἱ κληρικοί, φορεῖς κατά χάριν, ἐπαναλαμβάνομεν, πνευματικῆς ἐξουσίας καί βασιλείας, ὀφείλομεν σταυροῦσθαι καί ὑπέρ τῶν πιστῶν ἡμῶν ἀποθνήσκειν.
Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι καύχημα δι᾿ ἡμᾶς τούς κληρικούς. Καύχημα ὄχι μόνον διά τό παρελθόν ἀλλά καί διά τό παρόν καί διά τό μέλλον, διότι διά τοῦ Σταυροῦ ὁ κληρικός βιώνει τήν διπλῆν νέκρωσιν, τήν μίαν ὅτι ὁ κόσμος, δηλαδή τά βιοτικά πράγματα, ὁ ἔπαινος παρά τῶν ἀνθρώπων, ἡ δορυφορία καί ἡ δωροφορία, ἡ δόξα, ὁ πλοῦτος, ἅπαντα τά δοκοῦντα εἶναι λαμπρά, ταῦτα νεκρά γέγονε διά τόν κληρικόν, καί τήν ἄλλην, ὅτι καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ κληρικός εἶναι νεκρός διά τόν κόσμον, διότι δέν ἐπιθυμεῖ ἐκεῖνα τά ὁποῖα συνδέονται καί ἐκφράζονται δι᾿ αὐτοῦ. Διότι ζῇ καί δέον νά ζῇ ἐν τῇ Χάριτι.
Ὀφείλομεν, λοιπόν, ἡμεῖς οἱ κληρικοί, νά σταυρώμεθα καθ᾿ ἡμέραν, ζῶντες εὐαγγελικῶς, θεολογοῦντες Ὀρθοδόξως, ἐμπειρικῶς, διακονοῦντες κενωτικῶς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχομεν κατά χάριν τήν Χάριν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἄς ἀναλογισθῶμεν, λοιπόν, ἐν φόβῳ καί τρόμῳ τό περί ἕκαστον ἐξ ἡμῶν τελούμενον καί ἱερουργούμενον μυστήριον τῆς ἱερωσύνης μας.
«Σκεύη κεραμέως» καί εὔθραυστοι ὄντες καί ὑπό ἀνέμου ριπιζόμενοι ὡς κάλαμοι εἰς τό πέλαγος τῆς ζωῆς, ἔχομεν μίαν ἰδιαιτέραν κλῆσιν καί ἀποστολήν: νά εὐαγγελιζώμεθα πρός τόν ἄνθρωπον καί πρός τόν κόσμον εἰρήνην, σωτηρίαν, τά ἀγαθά, νά εἴμεθα πρότυπα βίου, ἀρετῆς, ἤθους, φρονήματος καί νά μή παρασυρώμεθα «ταῖς ἀπάταις τοῦ κόσμου» τούτου καί εἰς τό «φρόνημα τῆς ἡδονῆς».
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι δάκρυ, εἶναι μῦρον, εἶναι ταφή τοῦ «ἐγώ» καί ἀνάστασις τοῦ «σύ». Τό «ἐγώ» καί τό «σύ» ἔχουν μίαν κοινήν «συνισταμένην» καί «ἐνδελέχειαν»: τήν ἀγάπην. Τά «μῦρα», τά λουλούδια τά ὁποῖα προσφέρομεν εἰς πολλάς εὐκαιρίας εἰς τούς συνανθρώπους μας, καί «τά δάκρυα», τά ὁποῖα ρέουν ἀπό τά μάτια μας εἰς εὐχαρίστους καί δυσαρέστους στιγμάς, ἔχουν ἕνα κοινόν στόχον: τήν ἐκδήλωσιν καί τήν ἀπόδειξιν ἑνός καί μόνον γεγονότος, τῆς «ἀγάπης». Μήπως οἱ ἄνθρωποι δέν προσφέρομεν «μῦρα», ἄνθη, ἀλλά καί δάκρυα καί εἰς τάς πλέον εὐτυχεῖς ἀλλά καί εἰς τάς πλέον δυστυχεῖς στιγμάς τῆς ζωῆς μας; Ὅταν χαιρώμεθα μέ ἕν εὐτυχές γεγονός, δέν καταθέτομεν πρός τό ἀγαπώμενον πρόσωπον ἄνθη καί μῦρα; ἤ ὅταν ἔχωμεν πόνον διά τήν ἀπώλειαν κάποιου προσώπου δέν καταθέτομεν ἄνθη καί δέν καταχέομεν δάκρυα; Κοινή συνισταμένη, λοιπόν, καί τῶν δακρύων καί τῶν μύρων, καί τοῦ «ἐγώ» καί τοῦ «σύ» εἶναι καί ὀφείλει νά εἶναι μόνον ἡ ἀγάπη, τήν ὁποίαν μᾶς ὑπέδειξε καί μᾶς ἀπέδειξε καί μᾶς παρέδωκεν ὡς «καινήν ἐντολήν» ὁ «νεφέλαις διεξάγων γῆς θαλάσσης τό ὕδωρ», ὁ «κλίνας οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ» Του «κενώσει».
Κένωσις καί ἀγάπη ταυτίζονται. Ἄν δέν κενωθῇ κανείς, ἄν δέν θυσιασθῇ, δέν ἠμπορεῖ νά δείξῃ ἀγάπην. Ὁ Κύριος ἐκενώθη καί μᾶς ἐδώρησε τήν ἀγάπην Του. Διά νά μή εἴμεθα δέ μόνοι μέ τήν ποικιλοτρόπως καί κατά ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν βιουμένην ἀγάπην, ἡ ὁποία, ὅπως καί ἡ πίστις μας, ἄνευ ἔργων «νεκρά ἐστιν», μᾶς τήν ἐπλούτισε μέ τήν Χάριν, μέ τήν ὁποίαν ἰδιαιτέρως ἐστεφάνωσεν ἡμᾶς τούς κληρικούς, παραγγείλας «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄ 34) καί μᾶς ἀπέστειλεν εἰς μίαν ἀέναον πορείαν, εἰς τό κήρυγμα τῆς Χάριτος: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» καί, ἀκόμη, μᾶς προέτρεψε: «βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19-20).
Ὁμιλοῦντες δέ περί κενώσεως, ἀγάπης καί Θείας Χάριτος, ὡς χαρακτηριστικῶν τῆς διακονίας καί τοῦ ἤθους τοῦ ἱερουργοῦ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, κρίνομεν ἐπίκαιρον νά ἐνθυμηθῶμεν καί τήν κομίσασαν εἰς τόν Κύριόν μας «μῦρα πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ» Του, τήν «μυροφόρου ἀναλαβοῦσαν τάξιν» γυναῖκα, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ἡ ὑμνογράφος Κασσιανή, ἡ ὁποία γυνή παρεκάλει τόν Ἰησοῦν «νά δεχθῇ τάς πηγάς τῶν δακρύων» καί «τούς στεναγμούς τῆς καρδίας» της, καί ἐλευθέρα πλέον ἀπό τά πάθη «νά καταφιλήσῃ τούς ἀχράντους» πόδας Του καί νά τούς «ἀποσμήξῃ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς αὐτῆς βοστρύχοις».
Οὐδείς ἀσπάζεται, πατέρες καί ἀδελφοί, τούς πόδας οἱουδήτινος, οὐδείς ταπεινοῦται δηλαδή, οὐδείς παραδίδει τά πάντα, παρά μόνον ἐάν πράγματι ἀγαπᾷ. Ὁ Κύριός μας ἔπλυνε τούς πόδας τῶν μαθητῶν Του, καί αὐτοῦ τοῦ ἀρνησαμένου Αὐτόν Πέτρου, ἐξ ἀγάπης καί μόνον. Ἡ ἁμαρτωλός γυνή «δάκρυσι πλύνει τούς πόδας τοῦ Πλάσαντος, ἁμαρτίαις ὑπεύθυνος, καί ἐκμάσσει θριξί» (Τροπάριον η’ ὠδῆς Κανόνος τοῦ Ὄρθρου Μεγάλης Τετάρτης).
Ἰδού ἡ ἀποστολή μας ὡς κληρικῶν τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου. Ὀφείλομεν ἄλλοτε μέ μῦρα, ἄλλοτε μέ δάκρυα, ἀλλά πάντοτε μέ ἀνιδιοτελῆ καί κενωτικήν, δηλαδή θυσιαστικήν, ἀγάπην, νά κύπτωμεν, ὡς λευῖται τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, εἰς τάς πνευματικάς ἀνάγκας, εἰς τάς χαινούσας καί αἱμορροούσας, ἰδίως κατά τήν σύγχρονον ἐποχήν καί συγκυρίαν, πληγάς τῶν πιστῶν μας καί νά μή τούς προσπερνῶμεν καί τούς ἐγκαταλείπωμεν εἰς τό «ἔλεος» τρίτων. Ὀφείλομεν, δηλαδή, οἱ κληρικοί νά εἴμεθα ὑπόδειγμα καί παράδειγμα κενωτικῆς ἀγάπης, θυσίας ἡδονῶν τοῦ κόσμου καί ὑπερκεράσεως τοῦ «ἐγώ», μεταβάλλοντες αὐτό εἰς «σύ», ταυτιζόμενοι δηλαδή «κατά πάντα καί διά πάντα» μέ τό σῶμα τῶν πιστῶν μας, ὡς ἑνιαῖον Θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ.
Μαζί μέ τήν ἀγάπην, τήν κένωσιν, τήν ταπείνωσιν, τά μῦρα καί τά δάκρυα, μέ τά ὁποῖα πρέπει νά διακονῶμεν, ὡς ἄλλοι Μαθηταί τοῦ Σωτῆρος, τόν συνάνθρωπον, τούς πιστούς μας, ὑπάρχει καί ἕν ἀκόμη σημαντικόν καί ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, κατά τούς Θείους Πατέρας, στοιχεῖον, τό ὁποῖον χαρακτηρίζει τούς μαθητάς τοῦ Χριστοῦ, καί τό ὁποῖον πρέπει νά εἶναι τό προνόμιον καί τῶν διαδόχων αὐτῶν, ἡμῶν τῶν κληρικῶν: ἡ προσωπική βιοτή καί ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πολιτεία μας, δηλαδή τό ἦθος.
Εἰς τήν ὑλοκρατουμένην καί ἡδονοθηρικήν ἐποχήν μας λέγονται καί ᾅδονται πολλά καί δι᾿ ἡμᾶς τούς κληρικούς. Πολλάκις ἐξ ὑπαιτιότητος καί ἡμῶν τῶν ἰδίων, ἀπό τήν ἔλλειψιν ταπεινώσεως, διακονικοῦ πνεύματος, ἀδυναμίας ὑπερβάσεως τοῦ «ἐγώ» καί τοῦ πλησιασμοῦ τοῦ «σύ», ζητοῦμεν τήν ἐπιβολήν καί ἀντί νά εἴμεθα φῶς διαλῦον τά κάθε εἴδους σκότη καί ἡ ζύμη, ἥτις ἐκλήθη νά ζυμώσῃ ὅλον τό φύραμα, σκανδαλίζομεν ἀντί νά ἀναπαύωμεν καί νά προφυλάττωμεν, γινόμενοι, δυστυχῶς, διά τῆς βιοτῆς καί πολιτείας μας ἐνίοτε, μιμηταί τοῦ κόσμου. Ὁδηγούμεθα πολλάκις καί ἡμεῖς οἱ κληρικοί ὑπό τῆς πυξίδος τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί οὐχί τῆς κενωτικῆς ἀγάπης πρός τόν ποιμαινόμενον, μέ κατάληξιν νά τόν προβληματίζωμεν περί τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματός μας καί νά τόν ὁδηγῶμεν εἰς τήν ἀπώλειαν καί οὐχί εἰς τήν οἰκοδομήν καί τήν σωτηρίαν. Πολλάκις οἱ κληρικοί λησμονοῦμεν τήν ἀποστολήν μας καί πορευόμεθα ἄνευ ἀγάπης θεοποιοῦντες τόν κόσμον καί τήν ὕλην καί τήν σάρκα. Πορευόμεθα «καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσσ. δ΄ 13-14) καί καθιστάμεθα «ὁδηγοί τυφλῶν», διότι «ἀγαπῶμεν τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ὑπέρ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ», ἵνα μετά Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἴπωμεν.
Τήν ἀλήθειαν ταύτην ἐκφράζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, παραλληλίζων τήν πολιτείαν τοῦ κληρικοῦ πρός τό θαῦμα. «Ἡ πρώτη ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνων ἱδρώτων, ἡ δευτέρα γυμνήν ἐπιδείκνυσι τήν Χάριν [...] τά σημεῖα καθ᾿ ἑαυτά ὄντα οὐ σώζει τούς ποιοῦντας, ἡ δέ πρᾶξις καθ᾿ ἑαυτήν οὖσα, οὐδενός ἑτέρου δεῖται πρός σωτηρίαν τοῦ κεκτημένου» (πρβλ. Συνάξεως γενομένης ἐν τῇ παλαιᾷ Ἐκκλησίᾳ, P.G. 51, 80-82), διότι, προσθέτει ὁ μέγας ἐκεῖνος ἐν Ἀρχιεπισκόποις Κωνσταντινουπό-λεως, ὁ Χριστός κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην «τά ἔπαθλα δίδωσι τοῖς τά προστάγματα αὐτοῦ πεποιηκόσι. Τούς μακαρίους ἐκείνους θαυμάζομεν, οὐ διά τά σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι πολιτείαν ἐπεδείξαντο ἀγγελικήν. Πολιτεία ὀρθή καί χωρίς τῶν σημείων ἀπολήψεται τούς στεφάνους» (πρβλ. Περί κατανύξεως Α΄, P.G. 47, 407-408), καθότι εἷς κληρικός, ὡς ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Νῶε, «ὀρθῶς ζῶν δῆμον ὁλόκληρον ἐξαρπάσαι δυνήσεται τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ» (Ὅτι ἐπικίνδυνον τοῖς λέγουσι, P.G. 50, 661-662).
Ἰδού ἡ ἀποστολή τοῦ κληρικοῦ, ἀδελφοί καί πατέρες. Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς, στῶμεν μετά φόβου, ἱερουργοῦντες τά μυστήρια τῶν Μυστηρίων, ἀλλά καί τά μυστήρια τῆς ψυχῆς τῶν συνανθρώπων μας. Ἡ ἀποστολή τοῦ κληρικοῦ εἶναι ἡ διακονία τῆς ἀληθείας: Μή λησμονῆτε δέ ὅτι «οὐδέν τῆς ἀληθείας φανερώτερον, οὐδέν ἰσχυρότερον γένοιτ᾿ ἄν» καί «αὕτη τῆς ἀληθείας ἡ φύσις, δι᾿ ὧν δοκεῖ παρά τῶν ἀνθρώπων ἐπιβουλεύε-σθαι, διά τούτων ἰσχυροτέρα γίνεται, διά τούτων λάμπει, δι᾿ ὧν σκιάζεται», καί, τέλος, «μακάριος ὁ ἀντεχόμενος τῆς ἀληθείας καί παραδειγματιζόμενος συνειδητοποιῶν αὐτήν καί ἐλεγχόμε-νος ὑπ᾿ αὐτῆς». «Οὕτως ἰσχυρόν ἡ ἀλήθεια. Κἄν τῶν τυχόντων ἐπιλάβηται, λαμπρούς αὐτούς ἀποφαίνει ἡ ἀλήθεια λάμπει καί διάδηλός ἐστι πανταχοῦ» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην ΚΘ΄ καί ΝΗ΄ P.G. 59, 165-166, 315, 318, καί εἰς τάς Πράξεις ΜΣΤ, P.G. 60, 324). Ἡμεῖς οἱ κληρικοί δέον νά εἴμεθα «ὑπηρέται τῆς ἀληθείας. Ἡμεῖς οὐ τά ἡμέτερα λέγομεν, ἀλλά τά τοῦ Θεοῦ», ἀποφαίνεται καί πάλιν ὁ ἱερεύς καί ἐπίσκοπος Ἱερός Χρυσόστομος (πρβλ. Εἰς Β΄ Θεσσαλονικεῖς Γ΄, P.G. 62, 484). Ἄλλωστε, «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, καί ἡ ζωή» εἶναι ὁ Κύριός μας καί ἄς μή λησμονῶμεν ὅτι Αὐτοῦ μαθηταί ἐκλήθημεν νά εἴμεθα οἱ κληρικοί ἐν τῷ κόσμῳ.
Τό σημεῖον τοῦτο ἀποτελεῖ τό κομβικόν πρόβλημα, τοῦ πῶς καί τίνι τρόπῳ θά διαβιβάσωμεν τήν περί Χριστοῦ ἀλήθειαν εἰς ἀνθρώπους εἴτε Ὀρθοδόξους, τούς πιστούς μας, τούς ἔχοντας ὅμως πάντοτε ἀνάγκην «καλοῦ ποιμένος», «πλήρους χάριτος καί ἀληθείας», δηλαδή χάριτος καί ἤθους, καί πῶς θά δυνηθῶμεν νά τούς πείσωμεν, οὐχί πάντως διά τῆς βίας, ὅτι ὁ Χριστός ζῇ καί ἐνεργεῖ διαχρονικῶς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ζῇ καί ἐνεργεῖ κενωτικῶς καί ἀγαπητικῶς. Καί μόνον. Ὄχι ἐξουσιαστικῶς. Δέν ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς τούς κληρικούς, ἡ ἀρχή, «ὥσπερ ὁ πλοῦτος τούς οὐ προσέχοντας ἐκτραχηλίζειν εἴωθεν[...]» νά μᾶς «ἄγῃ εἰς ἀπόνοιαν», οὐδέποτε δέ «τό μέγεθος τῆς ἀρχῆς καί τῆς φύσεως ἡμᾶς εἰς λήθην ἄγειν, ὅτι θνητοί ἐσμεν» (πρβλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην ΞΣΤ΄ καί Εἰς τόν Δανιήλ Β΄ P.G. 59, 365 καί 56, 204).
Φρονοῦμεν ἐκ τῆς προσωπικῆς ἡμῶν ἐμπειρίας ὡς διακόνου, πρεσβυτέρου καί Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐπί τέταρτον αἰῶνος ἀπό τῆς ὑψίστης ἐπάλξεως τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας καί περιωπῆς, ὅτι ὁ καλλίτερος καί πλέον ἐνδεδειγμένος τρόπος ἀσκήσεως τοῦ ἱερατικοῦ ὑπουργήμαστος εἶναι ὁ βιωματικός, δηλαδή ὄχι μόνον ἡ ἐκ μέρους ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν τῶν κληρικῶν ὀφειλετική συνειδητή βίωσις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀλλά καί ἡ συμμόρφωσις ἡμῶν πρός τήν ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσαν χριστιανικήν ἠθικήν, τήν ὁποίαν καί ἐκλήθημεν νά διδάξωμεν εἰς τούς πιστούς μας καί νά μή καταλήγωμεν, ὡς οἱ ὑποκριταί φαρισαῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, εἰς τό νά «ἀποδεκατῶμεν τό ἡδύοσμον καί τό ἄνηθον καί τό κύμινον, καί νά ἀφήνωμεν τά βαρύτερα τοῦ νόμου, τήν κρίσιν καί τόν ἔλεον καί τήν πίστιν» (πρβλ. Ματθ. κγ΄ 23), τούς ὁποίους φαρισαίους κατακρίνει ὁ Κύριος διά τῆς βαρυτάτης μομφῆς τοῦ «οὐαί», δηλαδή «ἀλλοίμονον». Μή γένοιτο οὐδενί ἐξ ἡμῶν οὕτως, ἀδελφοί, ἀλλά ἄς ἀξιωθῶμεν τῆς εὐκταίας φωνῆς τοῦ Κυρίου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ «εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».
Τυγχάνει πάγκοινος ἡ διαπίστωσις, ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα, ἐξ ἑτέρου, ὅτι τά θεῖα πράγματα πολλάκις ἀντιμετωπίζονται μετά πλήρους ἀδιαφορίας ἐκ μέρους τοῦ μεγίστου πλήθους τῶν συνανθρώπων μας. Ὁ μόνος τρόπος νά εὐαγγελισθῶμεν τό χαρμόσυνον μήνυμα τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας παραμένει πάντοτε ἡ ἐντονωτέρα καί σιωπηρά βίωσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ διά συνόλου τῆς ἁγιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως, διά τῶν μύρων καί τῶν δακρύων, διά τῆς κενώσεως, διά τῆς ἀγάπης, διά τῆς τηρήσεως τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, διά τῆς ὅλης βιοτῆς καί πολιτείας μας.
Λέγοντες τά ἀνωτέρω, ἐπαναλαμβάνομεν τήν γνωστήν εἰς πολλούς ἐξ ὑμῶν συνομιλίαν τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρὼφ μετά τοῦ Μοτοβίλωφ. Ὅταν ἠρωτήθη ὁ Μοτοβίλωφ ποῖος εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀπήντησεν ἀνεπιτυχῶς, ὁ ὅσιος Σεραφείμ εἶπεν ὅτι εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐπεσφράγισε τήν συζήτησιν μέ τό ὡραιότατον ἀπόφθεγμα: «ἀπόκτησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί πλήθη θά σωθοῦν γύρω σου». Εἰς δέ τήν ἀπορίαν τοῦ Μοτοβίλωφ πῶς ἀποκτᾶται τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Ἅγιος ἔφερεν ὡς παράδειγμα τήν θερμάστραν του λέγων, ὅτι ὅσον περισσότερα ξύλα δέχεται τόσον περισσοτέραν θερμαντικήν ἱκανότητα ἀποκτᾷ καί, χωρίς νά κάμῃ προσκλητήριον, ὅσοι κρυώνουν μόνοι των προσέρχονται πλησίον της διά νά θερμανθοῦν.
Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ἡμεῖς, ἀδελφοί καί πατέρες, πρέπει νά ἀνοιγώμεθα διαρκῶς εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα, νά ἁγιαζώμεθα προσωπικῶς. Ζῶντες ἐν τῷ κόσμῳ νά εἴμεθα ἐκτός τοῦ κόσμου, καί τότε αὐτομάτως θά γινώμεθα ζωντανοί πομποί θείας Χάριτος, τήν ὁποίαν πρωτίστως διά τῶν ἁγίων μυστηρίων, διά «τῶν σημείων», ἀλλά καί ἐξ ἴσου καί διά τῆς βιοτῆς καί πολιτείας μας, τοῦ ἤθους μας, ὡς μᾶς προτρέπει ἡ φωνή τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, θά παρέχωμεν ἀφειδωλεύτως εἰς τούς πιστούς μας.
Ἄς φροντίσωμεν, λοιπόν, νά πολιτευώμεθα, ὡς ὁ ἁπλοῦς Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, καί τότε οἱ πιστοί μας καί γενικώτερον οἱ συνάνθρωποί μας παγωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ζητοῦντες σανίδα σωτηρίας θά πλησιάσουν δι᾿ ἡμῶν τόν Χριστόν.
Ἐνδεικτικόν τῆς σχέσεως ἱερωσύνης, χάριτος καί ἤθους εἶναι καί τό λεχθέν ὑπό τοῦ γνωστοῦ ἰνδοῦ φιλοσόφου καί πολιτικοῦ Γκάντι: «Θαυμάζω ἀληθῶς τόν Χριστόν, ἀλλά δέν ἐκτιμῶ καθόλου τούς χριστιανούς» καί τοῦτο, διότι ἔβλεπε τήν τεραστίαν ἀνακολουθίαν πίστεως καί ἤθους τῆς καθημερινότητος τῶν Χριστιανῶν, ἐκείνων τούς ὁποίους ἐγνώρισε καί συνανεστράφη. Ἐάν οὕτω πρέπει νά συμπεριφέρωνται οἱ ἁπλοῖ χριστιανοί πιστοί, ἄς ἀναλογισθῶμεν πῶς πρέπει νά συμπεριφε-ρώμεθα ἡμεῖς οἱ κληρικοί, ὥστε νά καθιστάμεθα, ἐπαναλαμβάνομεν, ἡ «ζύμη» ἡ ὁποία καλεῖται νά «ζυμώσῃ ὅλον τό φύραμα», δηλαδή νά σώσῃ τόν κόσμον.
Ἁγιασμός παρέχεται ἀσφαλῶς ἐκ μέρους τοῦ Φιλανθρώπου Κυρίου, ὅταν ἡμεῖς οἱ κληρικοί διά τῆς προσευχῆς μας ζητῶμεν ἁγιασμόν ἀναφαίρετον. Ὅμως, ὀφείλομεν νά μή παραμένωμεν μόνον ἁγιάζοντες ἀλλά καί ἁγιαζόμενοι, ὥστε νά μή προκαλῶμεν τήν ἀντίδρασιν: «Ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν» (πρβλ. Λουκ. δ΄ 23). Σεῖς, ἀδελφοί, ζῶντες καί διακονοῦντες ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ εἰς τήν φιλοξενοῦσαν ὑμᾶς καί τήν Ἱεράν Μητρόπολίν μας, τάς Ἐνορίας καί τάς Κοινότητάς της, καί τούς πιστούς της, χώραν τῆς Γερμανίας, τούς ὁμοπίστους μας Ὀρθοδόξους, θά ἔχητε πολλάκις διαπιστώσει περιπτώσεις ἀληθοῦς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους ἐντοπίων συνανθρώ-πων μας ἀνατεθραμμένων δι᾿ ἑτέρων θρησκευτικῶν δοξασιῶν ἤ ἀχρωματίστων θρησκευτικῶς. Ὡς ἄλλοι παράλυτοι τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἀναμένουν καί ἐκεῖνοι τήν εὐλογημένην στιγμήν νά τύχουν τῆς ἐλπιζομένης πνευματικῆς ἀνορθώσεώς των καί νά ἀγκυροβολήσουν εἰς τόν ὑπήνεμον λιμένα τῆς σωτηρίας. Διά τοῦτο, «ἱστάμενοι ἐπί τῆς θείας φυλακῆς» τῆς ἱερωσύνης: «καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσώμεθα» ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί ὡς δυνάμενοι νά ὁδηγήσωμεν ἀσφαλῶς εἰς θεογνωσίαν πάντα βουλόμενον. Μόνον τότε θά «ἐνδυθῶμεν ἀφθαρσίας εὐπρέπειαν», δοξάζοντες τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν μόνον εὐλογητόν καί ὑπερένδοξον Θεόν τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ἱερώτατε ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε,
Θεοφιλέστατοι συνεπίσκοποι καί ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι,
«Ὁ τῶν ἀρρήτων καί ἀθεάτων μυστηρίων Θεός, παρ᾿ ᾧ οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως οἱ ἀπόκρυφοι» μᾶς ἐκάλεσεν «εἰς τήν διακονίαν τῆς λειτουργίας ταύτης ἀποκαλύψας ἡμῖν καί θέμενος ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς διά τήν πολλήν» Του «φιλανθρωπίαν εἰς τό προσφέρειν» Αὐτῷ «δῶρά τε καί θυσίας ὑπέρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων» (Εὐχή μετά τό ἀποτεθῆναι τά ἅγια ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ, Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων).
Τό χάρισμα τοῦτο τῆς ἱερωσύνης ὡς χάριν καί ὡς ἦθος, ὡς ζωήν, ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ κληρικοί νά θεολογῶμεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ψυχῶν, μέ τήν νοοτροπίαν τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, δηλαδή ἐν ἀναγνωρίσει τῆς ἀδυναμίας μας, ἀλλά καί τῆς παντοδυναμίας τοῦ Κυρίου, κατά τήν παραγγελίαν, τόν κανόνα, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ προεδρεύσαντος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Νόμον τίθημι πᾶσι τοῖς ψυχῶν οἰκονόμοις, καί τοῦ λόγου ταμίαις˙ μήτε τῷ σκληρῷ τραχύνειν, μήτε τῷ ὑπεσταλμένῳ κατεπαίρειν, ἀλλ᾿ εὐλόγους εἶναι περί τόν λόγον, μηδετέρῳ τό μέτρον ὑπερβαίνοντας» (Θέτω κανόνα εἰς ὅλους τούς οἰκονόμους τῶν ψυχῶν καί ταμίας τοῦ λόγου, οὔτε μέ τήν σκληρότητα νά κάνουν ἄκαμπτον τόν ἄλλον, οὔτε μέ τό συνεσταλμένο νά προκαλοῦν ἔπαρσιν, ἀλλά νά εἶναι εὔλογοι εἰς τόν λόγον, χωρίς νά ὑπερβαίνουν τό μέτρο εἰς βάρος τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς» (Λόγος ΜΒ΄, Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, P.G. 36, 473Α).
Θά κλείσωμεν τούς πατρικούς τούτους καί προτρεπτικούς λόγους ἡμῶν, τοῦ Πατριάρχου σας πρός ἕκαστον ἐξ ὑμῶν ὡς πρόσωπα καί ὡς σύνολον, ἀδελφοί καί πατέρες καί τέκνα, ἐπαναλαμβάνοντες πρός ὑπόμνησιν καί παραδειγματισμόν ὅλων ἡμῶν τούς λόγους τοῦ ἐν Ἁγίοις Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἀπευθυνομένους καί πάλιν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, περί πνευματικῆς καί θεατρικῆς ἱερωσύνης, συνυφασμένης μέ τήν δοθεῖσαν ἡμῖν Χάριν, ἀλλά καί μέ τό ἦθος, τῆς ἀσκήσεως τοῦ διακονικοῦ τούτου ἀξιώματος: Εἰσί τινες «οἵ τήν ἁπλῆν καί ἄτεχνον ἡμῶν εὐσέβειαν ἔντεχνον πεποιήκασι, καί πολιτικῆς τι καινόν εἶδος ἀπό τῆς ἀγορᾶς εἰς τά ἅγια μετενηνεγμένης, καί ἀπό τῶν θεάτρων ἐπί τήν τοῖς πολλοῖς ἀθέατον μυσταγωγίαν˙ ὡς εἶναι δύο σκηνάς, εἰ δεῖ τολμήσαντα τοῦτο εἰπεῖν, τοσοῦτον ἀλλήλων διαφερούσας, ὅσον τήν μέν πᾶσιν ἀνεῖσθαι, τήν δε τισι˙ καί τήν μέν γελᾶσθαι, τήν δέ τιμᾶσθαι˙ καί τήν μέν θεατρικήν, τήν δέ πνευματικήν ὀνομάζεσθαι» (Ὑπάρχουν μερικοί οἱ ὁποῖοι ἱερατεύουν, οἱ ὁποῖοι τήν ἄτεχνον καί ἁπλῆν εὐσέβειάν μας τήν ἔκαναν ἔντεχνην καί νέον εἶδος πολιτικῆς τό ὁποῖον μεταφέρεται ἀπό τήν ἀγοράν εἰς τά ἅγια καί ἀπό τά θέατρα εἰς τήν μυσταγωγίαν ἡ ὁποία εἶναι ἀθέατος εἰς πολλούς. Μέ τόν τρόπον αὐτόν γίνονται δύο σκηνές, ἄν ἐπιτρέπεται νά τολμήσωμεν νά τό εἴπωμεν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τοιαύτην διαφοράν μεταξύ των, ὥστε ἡ μία νά εἶναι ἀνοικτή εἰς ὅλους, ἐνῷ ἡ ἄλλη σέ λίγους· καί ἡ μία νά περιγελᾶται, ἐνῷ ἡ ἄλλη νά τιμᾶται· καί ἡ μέν μία ὀνομάζεται θεατρική, ἐνῷ ἡ ἄλλη πνευματική» (Λόγος ΛΣΤ΄, Εἰς ἑαυτόν καί εἰς τούς λέγοντας..... P.G. 36, 268Α). Ἡμεῖς προσωπικῶς οὐδέν ἔχομεν νά προσθέσωμεν. Ὁ νοῶν νοείτω. «Οὐ βάλλω ἐφ᾿ ὑμᾶς ἄλλο βάρος», «πλήν ὅ ἔχετε», ἤτοι τήν παρακαταθήκην τῆς Χάριτος, ἀδελφοί, «κρατήσατε» ἐν βιοτῇ καί πολιτείᾳ εὐαγγελικῇ, «ἄχρις ἄν ὁ ἐρευνῶν νεφρούς καί καρδίας Κύριος ἥξῃ», διά νά δώσῃ «ἑκάστῳ κατά τά ἔργα» αὐτοῦ, ἤτοι «τῷ νικῶντι καί τηροῦντι ἄχρι τέλους τά ἔργα» Του «τόν ἀστέρα τόν πρωϊνόν» (πρβλ. Ἀποκ. β΄ 24-29), οὐδέποτε ἰσχυριζόμενοι καί λέγοντες, ὅτι «πλούσιός εἰμι καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω, -καί οὐκ οἶδας ὅτι σύ εἶ ὁ ταλαίπωρος καί ὁ ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός» (Ἀποκ. γ΄ 17-18), ἀλλά γνωρίζοντες ὅτι καί δι᾿ ἡμᾶς τούς διακόνους τῆς Χάριτος ὁ καλέσας ἡμᾶς Κύριος «ἰδού ἕστηκεν ἐπί τήν θύραν καί κρούει˙ ἐάν ἀκούσωμεν τῆς φωνῆς Του θά ἀνοίξῃ τήν θύραν καί εἰσελεύσεται πρός ἡμᾶς καί δειπνήσει μεθ᾿ ἡμῶν καί ἡμεῖς μετ᾿ Αὐτοῦ» (πρβλ. Ἀποκ. γ΄ 20-21).
Διαβεβαιοῦντες, ὅτι ἐν ταῖς Πατριαρχικαῖς εὐχαῖς καί δεήσεσιν ἡμῶν πρός τόν Κύριον τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν καί πάσης παρακλήσεως, τόν μή γευσάμενον ἁμαρτίας καί χορηγόν τῆς Χάριτος θανάτῳ θάνατον πατήσαντα Κύριον τῆς δόξης, ἔχετε ἅπαντες ὑμεῖς, ἀδελφοί καί συλλειτουργοί, μερίδα καί κλῆρον, ὡς συνεργάται καί συγκυρηναῖοι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἐν τῷ ἔργῳ τῆς σωτηρίας, εὐχόμεθα διαπύρως, ὅπως ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος Θεός ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Παμμακαρίστου καί τῆς Φανερωμένης καί τῶν Φυλακισμένων, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, καί πάντων τῶν Ἁγίων, ἐνισχύῃ τήν ὑμετέραν Ἱερότητα, ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, τούς Θεοφιλεστάτους περί ὑμᾶς Ἐπισκόπους, τούς εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς καί Διακόνους καί τό λογικόν ποίμνιον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, καί ἐκφράζομεν τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν διά τό πλούσιον πνευματικόν ἔργον καί τήν καθημερινήν Ὀρθόδοξον μαρτυρίαν τήν ὁποίαν ἅπαντες δίδετε ὑπό συνθήκας οὐχί πάντοτε εὐνοϊκάς. Προτρεπόμεθα καί παρακαλοῦμεν ὑμᾶς «ἐργάζεσθε ἕως ἡμέρα ἐστί». Ἐργάζεσθε ἐν τῷ φωτί. «Γρηγορεῖτε ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται». Ἐργάζεσθε τό ἐμπιστευθέν «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν» τάλαντον τοῦ Κυρίου, ἵνα εἰσέλθητε εἰς τήν χαράν Αὐτοῦ καί εἰσαγάγητε χάριτι καί ἐλέει εἰς τόν θεῖον νυμφῶνα καί τάς ἐμπεπιστευμένας ὑμῖν ψυχάς. Συνεχίσατε, συνημμένοι τῷ Ἱερωτάτῳ Μητροπολίτῃ σας, «ὡς χορδαί κιθάρᾳ», κατά τήν ἅγιον Ἱγνάτιον τήν Θεοφόρον, νά συνθέτητε ὕμνον θριαμβευτικόν ἑνότητος πρός τόν Μέγαν Ἀρχιερέα Ἰησοῦν Χριστόν καί γίνησθε σύγχρονοι ἀπόστολοι χάριτος καί ἀληθείας τῆς πολυπλάγκτου Μητρός μας Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Συνεχίσατε τήν ἱεράν διακονίαν τῆς ἱερωσύνης, ἐφωδιασμένοι διά τῆς δοθείσης ἑκάστῳ ὑμῖν Χάριτος, καταξιοῦντες τήν δωρεάν διά βιοτῆς καί πολιτείας κατά τά παραγγέλματα Κυρίου ἐν τῷ Ἱερῷ Εὐαγγελίῳ καί ἐν ταῖς Γραφαῖς, διά νά ἀξιωθῆτε μετά τῶν εἴκοσι καί τεσσάρων συμπρεσβυτέρων σας τῆς φρικτῆς Ἀποκαλύψεως νά ἀκούσητε «ὡς φωνήν μεγάλην ὄχλου πολλοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ λεγόντων˙ ἀλληλουϊα˙ ἡ σωτηρία καί ἡ δόξα καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι ἀληθιναί καί δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιθ΄ 1-2)˙ νά ἀκούσητε «ὡς φωνήν ὄχλου πολλοῦ καί ὡς φωνήν ὑδάτων πολλῶν καί ὡς φωνήν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων˙ ἀλληλούϊα˙ ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ» (Ἀποκ. Ἰωάν. ιθ΄ 6-7). Λέγει ὁ ἀψευδῶς μαρτυρῶν τά ἀνωτέρω Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καί μετά Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστοῦ, τοῦ ἀναπεσόντος ἐπί τοῦ στήθους τοῦ ἀγαπῶντος τούς πάντας Σωτῆρος ἡμῶν, ἐπαναλαμβάνομεν καί ἡμεῖς τόν Κυριακόν λόγον: «Ναί ἔρχομαι ταχύ». Καί ἡμεῖς οἱ κληρικοί ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν «λόγον ἀποδοῦναι», ὡς ὀφείλομεν, διά τήν δωρεάν ἐμπιστευθεῖσαν ἡμῖν φρικτήν «παρακαταθήκην» ἀνταπαντῶμεν ἱκετευτικῶς: «Ἀμήν, ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» καί «ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν», ὅτι ἡμάρτομεν πολύ, ἀλλά καί ἠγαπήσαμεν πολύ, Σέ, Κύριε, καί τό δημιούργημά Σου, τόν συνάνθρωπον, καί τόν διηκονήσαμεν κατά τό δοθέν ἑκάστῳ ἐξ ἡμῶν χάρισμα καί τάλαντον.
«Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων», μεθ᾿ ὑμῶν πάντων, ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι, Ἀμήν. (πρβλ. Ἀποκ. Ἰωάν. κβ΄ 21).