Στην κατάμεστη αίθουσα της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.), στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 12ης του μηνός Μαρτίου ομιλία με θέμα: "Ανθρώπινες σχέσεις και θρησκευτικότητα σε πτυχές του ποιητικού έργου του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού Χαρκιανάκη".Ομιλητής ήταν ο Εμμανουήλ Δουνδουλάκης,Μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής στην Πατριαρχική Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης και μέλος της Π.Ε.Λ. από το 2008.
Ο ομιλητής παρουσίασε σφαιρικά και με γλαφυρότητα το θέμα του, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του ακροατηρίου. Ο κ. Δουνδουλάκης συνέδεσε αρχικά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή με την ποίηση υπογραμμίζοντας ότι η πρώτη, ως περίοδος περισυλλογής, συντριβής και σιωπής, έχει σημεία επαφής με την ποίηση. Γενεσιουργός αιτία της τελευταίας είναι η εσωτερική συντριβή, η οποία γαλουχείται με την περισυλλογή και ανδρώνεται στη σιωπή. Ακολούθως παρουσίασε τη σχέση, τα κοινά σημεία, μεταξύ ενός Αγίου και ενός ποιητή, όπως καταγράφονται σε ποίημα του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας. Μίλησε με συντομία για το βίο και την πολιτεία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και έδωσε στοιχεία για την ποίησή του, τον τρόπο αποκωδικοποίησής της.
Όσον αφορά στο ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων, ο ομιλητής υπογράμμισε ότι ο, εκ Κρήτης ορμώμενος, Αρχιεπίσκοπος κ. Στυλιανός αναγάγει τις ανθρώπινες σχέσεις στο πλαίσιο της ορθοδόξου Θεολογίας και πνευματικότητας, θεωρώντας το συνάνθρωπο, -ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, ηλικίας και παραβατικής διάθεσης-, ως εικόνα του Θεού και κάτοπτρο δικό μας, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντοτε με αγάπη και διάκριση. Υπογράμμισε επίσης ότι, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία αλλά και την ποίηση του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου, η αγαπητική διάθεση στις μετ'αλλήλων σχέσεις, κορυφώνεται με το κατ'εξοχήν Μυστήριο της κοινωνίας των προσώπων, τη Θεία Ευχαριστία.
Μετά το πέρας της ομιλίας, το λόγο έλαβαν ο Πρόεδρος της ΠΕΛ, Καθηγητής κ. Τάσος Λέρτας, όπως και άλλοι εκ των διακεκριμένων ακροατών, υπογραμμίζοντας την ευχάριστη έκπληξή τους για όσα σημαντικά σημειώθηκαν στο πλαίσιο αυτής, υποβάλλοντας σχετικά ερωτήματα.
Ακολουθούν αποσπάσματα από την ως άνω ομιλία του κ. Εμμανουήλ Δουνδουλάκη:
«… Για να αποκωδικοποιήσουμε και να κατανοήσουμε την ποίηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού, κυρίως τις θέσεις του ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τους ακόλουθους τρεις παράγοντες:
α. Την ορφάνια, φυσική δηλαδή κυριολεκτική και μεταφορική που βίωσε στη ζωή του… Ένας άνθρωπος ορφανός, «εξόριστος», «αιχμάλωτος», «περιθωριακός» και «ανυπολόγιστος» - όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τους ξενιτεμένους, -κατ’ επέκτασιν και τον εαυτό του-, «γυμνάζει την ψυχή του στη σιωπή» και είναι εύκολο να διαισθανθεί την απώλεια, να αποτιμήσει τον πόνο, να βρει σημεία επαφής με τον πάσχοντα και να αποτυπώσει τις σκέψεις του στον παρθένο καμβά μιας σελίδας. Γι’ αυτό αντιλαμβάνεται τις λεγόμενες "περιθωριακές ομάδες", τους πάσχοντες, όπως τους κλέφτες, τους ζητιάνους, τους τυφλούς, τους πληγωμένους, τους μοναχικούς, κ.ά., και μιλά καταλλήλως.
β. Την ευαισθησία, η οποία αποδεικνύεται κεφαλαιώδους σημασίας για τον Πρωθιεράρχη. Σε αυτήν έγκειται ο δυναμισμός ενός ανθρώπου, όπως ενυλώνεται μέσω της παραιτήσεως του θελήματός του. Σημειώνει χαρακτηριστικά: « … το μπόι του ανθρώπου/το μετρά η ευαισθησία/όπως εκφράζεται σε διαδοχικές παραιτήσεις». (Ποίημα: «Ο τρωτός Δον Κιχώτης») Η ευαισθησία, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της ποίησής του και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διάκριση των διαθέσεων των άλλων, στην κατανόηση των πραγμάτων γύρω του. … Η κινητήρια αυτή δύναμη λειτουργεί για τον Αρχιεπίσκοπο σαν το σεισμογράφο που καταγράφει τις ανεπαίσθητες δονήσεις, έστω κι αν αυτές δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές από τον κόσμο, εφόσον δεν είναι συγκεκριμένης έντασης…
γ. Τη θεολογική παιδεία και την Αρχιερατική του ιδιότητα. Κάθε ευσυνείδητος θεολόγος έχει μια δεδομένη θεώρηση ως προς την κτίση γενικότερα και αγαπητική διάθεση προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, η οποία συνδέεται με τη Σάρκωση του Λόγου. Ο Αυστραλίας κ. Στυλιανός ως κραταιός θεολόγος, ως γνήσιος εκφραστής της Παράδοσης αυτής, πάσχει και οδυνάται για την αμαυρωθείσα εικόνα, τις ανθρώπινες σχέσεις που διασαλεύονται και θρηνεί για τη φθορά της κτίσης που συμπαρασύρεται εξαιτίας της ανθρώπινης πτώσης και αμετροέπειας.
Όταν ο Αρχιεπίσκοπος ποιητής ομιλεί για το συνάνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, φυλής, πτώσης και παραβατικής διάθεσης, αυτό το πράττει με αγάπη και διάκριση, με συστολή και πόνο ψυχής. Θεωρεί αδιανόητο να εκλάβει το συνάνθρωπο και αδελφό του ανεξάρτητα από τη "χριστιανική ανθρωπολογία", γι’ αυτό υπογραμμίζει ότι ο πλησίον λειτουργεί ως κάτοπτρο του εαυτού μας, ως μέσο ολοκλήρωσης, ενώ για τα προβλήματα, τις δικές του πτώσεις, μερίδιο ευθύνης αναλογεί και σ’ εμάς, όχι μόνο σε εκείνον…
Σε ένα ποίημα, λυρικό και συνάμα βαθύτατα θεολογικό, σημειώνεται: «Εκείνες οι πατημασιές στην άμμο/δεν σου έδωσαν άλλα σημάδια/για ηλικία, φύλο ή φυλή./Αυτό θα πει πως έχεις τ’ απαραίτητα/να προσκυνήσεις την εικόνα σου/δηλαδή την εικόνα του Θεού/ακόμη και το πέλμα του αδελφού σου.» (Ποίημα: «Των φρονίμων ολίγα»)
Η σχέση μας με το συνάνθρωπο είναι εκείνη που νοηματοδοτεί και μας επηρεάζει, θετικά ή αρνητικά, διότι –όπως θα σημειώσει ο ποιητής- δεν είμαστε μονάδα. Πρέπει διαρκώς να μετρούμε την κάθε απόφασή μας και να υπολογίζουμε σε συνάρτηση με εκείνον την κάθε μας πράξη. Η μη επίδειξη αγάπης προς το συνάνθρωπο καταδεικνύει όχι μόνο την εσφαλμένη πορεία μας ως έλλογα όντα, αλλά και φανερώνει τον κρυμμένο εγωισμό μας…
Ο ποιητής μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις στο χθες και το σήμερα και εντοπίζει σημαντικές αλλαγές που ξεκινούν από το πρόσωπο, τα μάτια, τα οποία είναι ο καμβάς της ψυχής, αλλά και από τη χειραψία, την επικοινωνία. …
Στο βλέμμα του άλλου, στις κινήσεις του, στη συνομιλία, ανιχνεύει πλέον η συλλογική συνείδηση την αγριάδα, την καχυποψία, την επιβουλή, την αποξένωση και την ενοχή. Οι χειραψίες, τα χαμόγελα, και η συνομιλία που άλλοτε θεωρούνταν δεδομένα στη συναναστροφή των ανθρώπων, σήμερα αποτελούν ζητούμενα και φαντάζουν φοβισμένα πουλιά που δεν ξεμυτίζουν από τη φωλιά τους, στη θέα της καταιγίδας, θυμίζοντας ιδιοπαθή ψυχοπάθεια, σε γενικευμένο σύνολο…
Όσα σημειώθηκαν παραπάνω, η αντιπαλότητα στις μεταξύ μας σχέσεις, είναι δυνατόν να γεφυρωθούν –κατά τον Πρωθιεράρχη- μόνο εφόσον θεωρηθούν στη θεολογική διάσταση και πραγματικότητα, με αναγωγή στο Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας, το κατεξοχήν Μυστήριο της ενότητας. Όπως υπενθυμίζει, ακόμη και στη μεγαλύτερη αντιπαλότητα με το συνάνθρωπο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι: «… κοινωνία προσώπων θα πει/μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.» (Ποίημα: «Αυτοτιμωρία»)
Το παιδί, ο έφηβος, καταλαμβάνουν καίρια θέση στη σκέψη και την ποίησή του. Υποκλίνεται μπροστά στην αθωότητα, το κατεξοχήν γνώρισμα του παιδιού, την οποία τοποθετεί και πάλι στη θεολογική της διάσταση… Σε αρκετά ποιήματά του υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, το ρόλο του παιδικού φρονήματος, ως παράδειγμα προς μίμηση όχι μονάχα για την πνευματική προκοπή, αλλά και στις μετ’ αλλήλων σχέσεις.«Τα παιδιά προηγούνται των ενηλίκων/στη Βασιλεία των Ουρανών/γιατί δεν μνησικακούν ολόκληρη ώρα,/αγκαλιάζουν τον άγνωστο σα συγγενή/και όλος ο κόσμος δικός τους/χωρίς να ’χουν δεκάρα.» (Ποίημα: «Τα τέκνα της Ερήμου»)
Οι έφηβοι με τον αυθορμητισμό, την επαναστατικότητα και «την άγνοια των κινδύνων» που τους διακρίνει, προσελκύουν το ενδιαφέρον του ποιητή και αιχμαλωτίζουν το λόγο και τη σιωπή του. … Οι μεσήλικες και οι γέροι βρίσκουν επίσης ανάπαυση στην ποίηση του Πρωθιεράρχη. Οι τελευταίοι μάλιστα παραλληλίζονται με τα παιδιά και υπογραμμίζεται ότι «έχουν μια περίεργη ευαισθησία και μια αξιοπρέπεια τραυματισμένη», γι’ αυτό πρέπει να είμαστε διακριτικοί μαζί τους, να τους αφήνουμε «να σέρνουν την κουβέντα», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Οι σχέσεις των δύο φύλων, ανδρών και γυναικών, δεν διαφεύγουν της προσοχής του Αρχιεπισκόπου. Με αφορμή την κοινωνία “Unisex” των νέων, θα σημειώσει ότι η εξίσωση αυτή ισχύει και για την τρίτη ηλικία. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα δεν είναι, βέβαια, άμοιρη τιμήματος. Ενδεικτικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι από το ομότιτλο ποίημα: «“Unisex” είναι κι εξίσωση των γέρων/με τις γριές των/που έγιναν απ’ την ταπείνωση του χρόνου τρυφερότεροι/ενώ αυτές τραχύτερες για ν’ αντέξουν!»
Ο ξένος, ο πρόσφυγας και ο μετανάστης, δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν από την ποίηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, με δεδομένο ότι και ο ίδιος είναι μετανάστης, έχοντας βιώσει την ξενιτιά για δεκαετίες. Τα ποιήματά του δεν εστιάζουν στα κίνητρα ή στις καταστάσεις που οδηγούν στη μετοικεσία, αλλά θέτουν τα πράγματα στη σωστή τους βάση και παράγουν ήθος φιλαδελφείας και φιλανθρωπίας. …
Ο ζητιάνος, αλλά και ο τυφλός, αντιμετωπίζονται με διάκριση και εξαιρετική λεπτότητα από τον Πρωθιεράρχη ποιητή. Σε ένα ποίημά του μας παροτρύνει όταν προσφέρουμε ελεημοσύνη σε ένα τυφλό να αποφεύγουμε να τον αγγίζουμε, διότι επιτείνουμε το αίσθημα του φόβου που έχει. Στην περίπτωση του ζητιάνου ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει ευκαιρία να δηλώσει το σθένος της ψυχής εκείνου που προβαίνει στη συγκεκριμένη ενέργεια, αλλά και να ελέγξει την ανθρώπινη αναλγησία, κατά το πρότυπο της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτη». …
Ως προς το ζήτημα της μοναξιάς, υπογραμμίζει τα ακόλουθα: «Οι μοναχικοί …/κουράζονται διπλά από τους άλλους/γιατί στον κάθε διαλογισμό τους πρέπει οι ίδιοι να απαντούν/μη έχοντας του συνομιλητή τη βοήθεια./… Γι’ αυτό αν κουβεντιάσεις μ’ άνθρωπο μοναχικό/μην προσπαθήσεις να τον πείσεις/είναι αρκετό αν καταλάβεις σωπαίνοντας/σε ποιο πρόσωπο διατυπώνει τον χρησμό του.» (Ποίημα: «Υπερωρίες αθέατες») Η αποξένωση, η αφιλία και η περιθωριοποίηση, βρίσκουν χώρο στα ποιήματα του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και ελέγχονται ως «αποσιωπημένη αδελφοσύνη». …
Ο ποιητής μιλά με σκεπτικισμό και συνάμα σκωπτικά για τη σημερινή κοινωνία η οποία: «… πολλαπλασιάζει δειλούς και τεμπέληδες/κουράζει τους γενναίους/προκαλεί τους μάταιους να γίνουν πιο μάταιοι/και τελικά όλοι βρισκόμαστε να καλλιεργούμε ποικιλίες εγκλήματος…» (Ποίημα: «Σύγχρονη κοινωνία»). Κάτω από το πνεύμα αυτό προτρέπει το συνάνθρωπο, εάν δεν μπορεί να μιμηθεί το γενναίο, τουλάχιστον να μη συνεργήσει με άλλους εναντίον του, κινούμενος από μικροψυχία, φθόνο ή ντροπή.
Σύμφωνα με τον Αυστραλίας κ. Στυλιανό, πραγματικά ελεύθερος στη σημερινή κοινωνία είναι εκείνος που προσεύχεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελευθερία προϋποθέτει τον όλο άνθρωπο και αφορά και την τελευταία του τρίχα. Την προσευχή προτείνει ως το μόνο μέσο άμυνας, σε κάθε μορφή ασωτίας των λόγων και χειρονομιών, εάν δεν έχει κάποιος να αντιτάξει κάτι διαφορετικό στο συνομιλητή του. Η προσευχή είναι επίσης επιβεβλημένη και στις περιπτώσεις που η καθημερινότητα, οι δυσκολίες της ζωής κάνουν τον κόσμο δυσβάστακτο.
Αξίζει, τέλος να σημειωθεί, ότι ο Πρωθιεράρχης ποιητής, ως ακριβής θεολόγος και στοργικός ποιμενάρχης, που αναγνωρίζει την ισοτιμία των δύο φύλων, επιφυλάσσει τιμητική θέση στην ιερότερη στιγμή της Θείας Λειτουργίας, στα νιάτα, τα κορίτσια, τις ηλικιωμένες και ασθενείς γυναίκες, τις υπομονετικές ξενοδουλεύτρες, τις καρτερικές νοσοκόμες και τόσες άλλες ομάδες του γυναικείου φύλου. Ενδεικτικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι: «… Για όλες αυτές και για τόσες άλλες/που μένουν αμνημόνευτες/από την αφιλάνθρωπη μεροληψία των ποιητών/-την τόσο ανθρώπινη άλλωστε-/κρατώ πάντα μια θέση στη Λειτουργία,/αμέσως πριν από το ‘εξαιρέτως’/της Παναγίας Αχράντου…» (Ποίημα: «Συναξάρι παραλειπομένων»).
Ο μεστός σε περιεχόμενο, καλλιεπής σε εκφράσεις, αποκαλυπτικός και αφυπνιστικός ποιητικός λόγος του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, μας δίνει αφορμή να στρέψουμε τη σκέψη και την προσοχή μας «στα καθ’ ημάς». Να βάλουμε «το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων», να ψηλαφίσουμε διαθέσεις και ίσως να αναθεωρήσουμε πρακτικές ως προς τη διαπροσωπική επικοινωνία, σε σχέση με το θρησκευτικό στοιχείο. Η θέαση της καθημερινότητας υπό το πρίσμα της ορθόδοξης Θεολογίας και πνευματικότητας, αποτελεί –κατά τον ποιητή- το ασφαλέστερο κριτήριο για την ορθή θεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεων και τη διαχείριση των όποιων καταστάσεων βιώνουμε σήμερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πλησίον είναι εικόνα του Θεού και, ως μόνο κριτήριο στις μετ’ αλλήλων σχέσεις, θεωρείται η αγάπη, όπως κορυφώνεται με το κατεξοχήν Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Επιτρέψτε μου να κλείσω την ομιλία με ένα απόσπασμα ποιήματος του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού Χαρκιανάκη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρέπει». «Πρέπει ν’ αγαπάς … τους ανθρώπους./βέβαια ξέρω πως η αγάπη δεν υπαγορεύεται/γι’ αυτό είναι εξωπραγματικό το να λέω «πρέπει»/σ’ αυτή την περίπτωση,/αλλ’ ακριβώς αυτό δίνει το μέτρο της εκπτώσεως/από τα απερίγραπτα δικαιώματα της καρδιάς./… Ας αγαπούμε λοιπόν όσο αναπνέουμε όλα τα κτίσματα του Θεού/και στο κάτω – κάτω ας μην λησμονούμε/πως αν τα πιο πολλά εγκλήματα έγιναν/από έλλειψη αγάπης,/από περίσσεια αγάπη δεν έγινε έγκλημα κανένα.» (Ποίημα: «Πρέπει»).
Ο ομιλητής παρουσίασε σφαιρικά και με γλαφυρότητα το θέμα του, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του ακροατηρίου. Ο κ. Δουνδουλάκης συνέδεσε αρχικά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή με την ποίηση υπογραμμίζοντας ότι η πρώτη, ως περίοδος περισυλλογής, συντριβής και σιωπής, έχει σημεία επαφής με την ποίηση. Γενεσιουργός αιτία της τελευταίας είναι η εσωτερική συντριβή, η οποία γαλουχείται με την περισυλλογή και ανδρώνεται στη σιωπή. Ακολούθως παρουσίασε τη σχέση, τα κοινά σημεία, μεταξύ ενός Αγίου και ενός ποιητή, όπως καταγράφονται σε ποίημα του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας. Μίλησε με συντομία για το βίο και την πολιτεία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και έδωσε στοιχεία για την ποίησή του, τον τρόπο αποκωδικοποίησής της.
Όσον αφορά στο ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων, ο ομιλητής υπογράμμισε ότι ο, εκ Κρήτης ορμώμενος, Αρχιεπίσκοπος κ. Στυλιανός αναγάγει τις ανθρώπινες σχέσεις στο πλαίσιο της ορθοδόξου Θεολογίας και πνευματικότητας, θεωρώντας το συνάνθρωπο, -ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, ηλικίας και παραβατικής διάθεσης-, ως εικόνα του Θεού και κάτοπτρο δικό μας, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντοτε με αγάπη και διάκριση. Υπογράμμισε επίσης ότι, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία αλλά και την ποίηση του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου, η αγαπητική διάθεση στις μετ'αλλήλων σχέσεις, κορυφώνεται με το κατ'εξοχήν Μυστήριο της κοινωνίας των προσώπων, τη Θεία Ευχαριστία.
Μετά το πέρας της ομιλίας, το λόγο έλαβαν ο Πρόεδρος της ΠΕΛ, Καθηγητής κ. Τάσος Λέρτας, όπως και άλλοι εκ των διακεκριμένων ακροατών, υπογραμμίζοντας την ευχάριστη έκπληξή τους για όσα σημαντικά σημειώθηκαν στο πλαίσιο αυτής, υποβάλλοντας σχετικά ερωτήματα.
Ακολουθούν αποσπάσματα από την ως άνω ομιλία του κ. Εμμανουήλ Δουνδουλάκη:
«… Για να αποκωδικοποιήσουμε και να κατανοήσουμε την ποίηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού, κυρίως τις θέσεις του ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τους ακόλουθους τρεις παράγοντες:
α. Την ορφάνια, φυσική δηλαδή κυριολεκτική και μεταφορική που βίωσε στη ζωή του… Ένας άνθρωπος ορφανός, «εξόριστος», «αιχμάλωτος», «περιθωριακός» και «ανυπολόγιστος» - όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τους ξενιτεμένους, -κατ’ επέκτασιν και τον εαυτό του-, «γυμνάζει την ψυχή του στη σιωπή» και είναι εύκολο να διαισθανθεί την απώλεια, να αποτιμήσει τον πόνο, να βρει σημεία επαφής με τον πάσχοντα και να αποτυπώσει τις σκέψεις του στον παρθένο καμβά μιας σελίδας. Γι’ αυτό αντιλαμβάνεται τις λεγόμενες "περιθωριακές ομάδες", τους πάσχοντες, όπως τους κλέφτες, τους ζητιάνους, τους τυφλούς, τους πληγωμένους, τους μοναχικούς, κ.ά., και μιλά καταλλήλως.
β. Την ευαισθησία, η οποία αποδεικνύεται κεφαλαιώδους σημασίας για τον Πρωθιεράρχη. Σε αυτήν έγκειται ο δυναμισμός ενός ανθρώπου, όπως ενυλώνεται μέσω της παραιτήσεως του θελήματός του. Σημειώνει χαρακτηριστικά: « … το μπόι του ανθρώπου/το μετρά η ευαισθησία/όπως εκφράζεται σε διαδοχικές παραιτήσεις». (Ποίημα: «Ο τρωτός Δον Κιχώτης») Η ευαισθησία, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της ποίησής του και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διάκριση των διαθέσεων των άλλων, στην κατανόηση των πραγμάτων γύρω του. … Η κινητήρια αυτή δύναμη λειτουργεί για τον Αρχιεπίσκοπο σαν το σεισμογράφο που καταγράφει τις ανεπαίσθητες δονήσεις, έστω κι αν αυτές δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές από τον κόσμο, εφόσον δεν είναι συγκεκριμένης έντασης…
γ. Τη θεολογική παιδεία και την Αρχιερατική του ιδιότητα. Κάθε ευσυνείδητος θεολόγος έχει μια δεδομένη θεώρηση ως προς την κτίση γενικότερα και αγαπητική διάθεση προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, η οποία συνδέεται με τη Σάρκωση του Λόγου. Ο Αυστραλίας κ. Στυλιανός ως κραταιός θεολόγος, ως γνήσιος εκφραστής της Παράδοσης αυτής, πάσχει και οδυνάται για την αμαυρωθείσα εικόνα, τις ανθρώπινες σχέσεις που διασαλεύονται και θρηνεί για τη φθορά της κτίσης που συμπαρασύρεται εξαιτίας της ανθρώπινης πτώσης και αμετροέπειας.
Όταν ο Αρχιεπίσκοπος ποιητής ομιλεί για το συνάνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, φυλής, πτώσης και παραβατικής διάθεσης, αυτό το πράττει με αγάπη και διάκριση, με συστολή και πόνο ψυχής. Θεωρεί αδιανόητο να εκλάβει το συνάνθρωπο και αδελφό του ανεξάρτητα από τη "χριστιανική ανθρωπολογία", γι’ αυτό υπογραμμίζει ότι ο πλησίον λειτουργεί ως κάτοπτρο του εαυτού μας, ως μέσο ολοκλήρωσης, ενώ για τα προβλήματα, τις δικές του πτώσεις, μερίδιο ευθύνης αναλογεί και σ’ εμάς, όχι μόνο σε εκείνον…
Σε ένα ποίημα, λυρικό και συνάμα βαθύτατα θεολογικό, σημειώνεται: «Εκείνες οι πατημασιές στην άμμο/δεν σου έδωσαν άλλα σημάδια/για ηλικία, φύλο ή φυλή./Αυτό θα πει πως έχεις τ’ απαραίτητα/να προσκυνήσεις την εικόνα σου/δηλαδή την εικόνα του Θεού/ακόμη και το πέλμα του αδελφού σου.» (Ποίημα: «Των φρονίμων ολίγα»)
Η σχέση μας με το συνάνθρωπο είναι εκείνη που νοηματοδοτεί και μας επηρεάζει, θετικά ή αρνητικά, διότι –όπως θα σημειώσει ο ποιητής- δεν είμαστε μονάδα. Πρέπει διαρκώς να μετρούμε την κάθε απόφασή μας και να υπολογίζουμε σε συνάρτηση με εκείνον την κάθε μας πράξη. Η μη επίδειξη αγάπης προς το συνάνθρωπο καταδεικνύει όχι μόνο την εσφαλμένη πορεία μας ως έλλογα όντα, αλλά και φανερώνει τον κρυμμένο εγωισμό μας…
Ο ποιητής μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις στο χθες και το σήμερα και εντοπίζει σημαντικές αλλαγές που ξεκινούν από το πρόσωπο, τα μάτια, τα οποία είναι ο καμβάς της ψυχής, αλλά και από τη χειραψία, την επικοινωνία. …
Στο βλέμμα του άλλου, στις κινήσεις του, στη συνομιλία, ανιχνεύει πλέον η συλλογική συνείδηση την αγριάδα, την καχυποψία, την επιβουλή, την αποξένωση και την ενοχή. Οι χειραψίες, τα χαμόγελα, και η συνομιλία που άλλοτε θεωρούνταν δεδομένα στη συναναστροφή των ανθρώπων, σήμερα αποτελούν ζητούμενα και φαντάζουν φοβισμένα πουλιά που δεν ξεμυτίζουν από τη φωλιά τους, στη θέα της καταιγίδας, θυμίζοντας ιδιοπαθή ψυχοπάθεια, σε γενικευμένο σύνολο…
Όσα σημειώθηκαν παραπάνω, η αντιπαλότητα στις μεταξύ μας σχέσεις, είναι δυνατόν να γεφυρωθούν –κατά τον Πρωθιεράρχη- μόνο εφόσον θεωρηθούν στη θεολογική διάσταση και πραγματικότητα, με αναγωγή στο Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας, το κατεξοχήν Μυστήριο της ενότητας. Όπως υπενθυμίζει, ακόμη και στη μεγαλύτερη αντιπαλότητα με το συνάνθρωπο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι: «… κοινωνία προσώπων θα πει/μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.» (Ποίημα: «Αυτοτιμωρία»)
Το παιδί, ο έφηβος, καταλαμβάνουν καίρια θέση στη σκέψη και την ποίησή του. Υποκλίνεται μπροστά στην αθωότητα, το κατεξοχήν γνώρισμα του παιδιού, την οποία τοποθετεί και πάλι στη θεολογική της διάσταση… Σε αρκετά ποιήματά του υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, το ρόλο του παιδικού φρονήματος, ως παράδειγμα προς μίμηση όχι μονάχα για την πνευματική προκοπή, αλλά και στις μετ’ αλλήλων σχέσεις.«Τα παιδιά προηγούνται των ενηλίκων/στη Βασιλεία των Ουρανών/γιατί δεν μνησικακούν ολόκληρη ώρα,/αγκαλιάζουν τον άγνωστο σα συγγενή/και όλος ο κόσμος δικός τους/χωρίς να ’χουν δεκάρα.» (Ποίημα: «Τα τέκνα της Ερήμου»)
Οι έφηβοι με τον αυθορμητισμό, την επαναστατικότητα και «την άγνοια των κινδύνων» που τους διακρίνει, προσελκύουν το ενδιαφέρον του ποιητή και αιχμαλωτίζουν το λόγο και τη σιωπή του. … Οι μεσήλικες και οι γέροι βρίσκουν επίσης ανάπαυση στην ποίηση του Πρωθιεράρχη. Οι τελευταίοι μάλιστα παραλληλίζονται με τα παιδιά και υπογραμμίζεται ότι «έχουν μια περίεργη ευαισθησία και μια αξιοπρέπεια τραυματισμένη», γι’ αυτό πρέπει να είμαστε διακριτικοί μαζί τους, να τους αφήνουμε «να σέρνουν την κουβέντα», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Οι σχέσεις των δύο φύλων, ανδρών και γυναικών, δεν διαφεύγουν της προσοχής του Αρχιεπισκόπου. Με αφορμή την κοινωνία “Unisex” των νέων, θα σημειώσει ότι η εξίσωση αυτή ισχύει και για την τρίτη ηλικία. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα δεν είναι, βέβαια, άμοιρη τιμήματος. Ενδεικτικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι από το ομότιτλο ποίημα: «“Unisex” είναι κι εξίσωση των γέρων/με τις γριές των/που έγιναν απ’ την ταπείνωση του χρόνου τρυφερότεροι/ενώ αυτές τραχύτερες για ν’ αντέξουν!»
Ο ξένος, ο πρόσφυγας και ο μετανάστης, δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν από την ποίηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, με δεδομένο ότι και ο ίδιος είναι μετανάστης, έχοντας βιώσει την ξενιτιά για δεκαετίες. Τα ποιήματά του δεν εστιάζουν στα κίνητρα ή στις καταστάσεις που οδηγούν στη μετοικεσία, αλλά θέτουν τα πράγματα στη σωστή τους βάση και παράγουν ήθος φιλαδελφείας και φιλανθρωπίας. …
Ο ζητιάνος, αλλά και ο τυφλός, αντιμετωπίζονται με διάκριση και εξαιρετική λεπτότητα από τον Πρωθιεράρχη ποιητή. Σε ένα ποίημά του μας παροτρύνει όταν προσφέρουμε ελεημοσύνη σε ένα τυφλό να αποφεύγουμε να τον αγγίζουμε, διότι επιτείνουμε το αίσθημα του φόβου που έχει. Στην περίπτωση του ζητιάνου ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει ευκαιρία να δηλώσει το σθένος της ψυχής εκείνου που προβαίνει στη συγκεκριμένη ενέργεια, αλλά και να ελέγξει την ανθρώπινη αναλγησία, κατά το πρότυπο της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτη». …
Ως προς το ζήτημα της μοναξιάς, υπογραμμίζει τα ακόλουθα: «Οι μοναχικοί …/κουράζονται διπλά από τους άλλους/γιατί στον κάθε διαλογισμό τους πρέπει οι ίδιοι να απαντούν/μη έχοντας του συνομιλητή τη βοήθεια./… Γι’ αυτό αν κουβεντιάσεις μ’ άνθρωπο μοναχικό/μην προσπαθήσεις να τον πείσεις/είναι αρκετό αν καταλάβεις σωπαίνοντας/σε ποιο πρόσωπο διατυπώνει τον χρησμό του.» (Ποίημα: «Υπερωρίες αθέατες») Η αποξένωση, η αφιλία και η περιθωριοποίηση, βρίσκουν χώρο στα ποιήματα του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και ελέγχονται ως «αποσιωπημένη αδελφοσύνη». …
Ο ποιητής μιλά με σκεπτικισμό και συνάμα σκωπτικά για τη σημερινή κοινωνία η οποία: «… πολλαπλασιάζει δειλούς και τεμπέληδες/κουράζει τους γενναίους/προκαλεί τους μάταιους να γίνουν πιο μάταιοι/και τελικά όλοι βρισκόμαστε να καλλιεργούμε ποικιλίες εγκλήματος…» (Ποίημα: «Σύγχρονη κοινωνία»). Κάτω από το πνεύμα αυτό προτρέπει το συνάνθρωπο, εάν δεν μπορεί να μιμηθεί το γενναίο, τουλάχιστον να μη συνεργήσει με άλλους εναντίον του, κινούμενος από μικροψυχία, φθόνο ή ντροπή.
Σύμφωνα με τον Αυστραλίας κ. Στυλιανό, πραγματικά ελεύθερος στη σημερινή κοινωνία είναι εκείνος που προσεύχεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελευθερία προϋποθέτει τον όλο άνθρωπο και αφορά και την τελευταία του τρίχα. Την προσευχή προτείνει ως το μόνο μέσο άμυνας, σε κάθε μορφή ασωτίας των λόγων και χειρονομιών, εάν δεν έχει κάποιος να αντιτάξει κάτι διαφορετικό στο συνομιλητή του. Η προσευχή είναι επίσης επιβεβλημένη και στις περιπτώσεις που η καθημερινότητα, οι δυσκολίες της ζωής κάνουν τον κόσμο δυσβάστακτο.
Αξίζει, τέλος να σημειωθεί, ότι ο Πρωθιεράρχης ποιητής, ως ακριβής θεολόγος και στοργικός ποιμενάρχης, που αναγνωρίζει την ισοτιμία των δύο φύλων, επιφυλάσσει τιμητική θέση στην ιερότερη στιγμή της Θείας Λειτουργίας, στα νιάτα, τα κορίτσια, τις ηλικιωμένες και ασθενείς γυναίκες, τις υπομονετικές ξενοδουλεύτρες, τις καρτερικές νοσοκόμες και τόσες άλλες ομάδες του γυναικείου φύλου. Ενδεικτικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι: «… Για όλες αυτές και για τόσες άλλες/που μένουν αμνημόνευτες/από την αφιλάνθρωπη μεροληψία των ποιητών/-την τόσο ανθρώπινη άλλωστε-/κρατώ πάντα μια θέση στη Λειτουργία,/αμέσως πριν από το ‘εξαιρέτως’/της Παναγίας Αχράντου…» (Ποίημα: «Συναξάρι παραλειπομένων»).
Ο μεστός σε περιεχόμενο, καλλιεπής σε εκφράσεις, αποκαλυπτικός και αφυπνιστικός ποιητικός λόγος του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, μας δίνει αφορμή να στρέψουμε τη σκέψη και την προσοχή μας «στα καθ’ ημάς». Να βάλουμε «το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων», να ψηλαφίσουμε διαθέσεις και ίσως να αναθεωρήσουμε πρακτικές ως προς τη διαπροσωπική επικοινωνία, σε σχέση με το θρησκευτικό στοιχείο. Η θέαση της καθημερινότητας υπό το πρίσμα της ορθόδοξης Θεολογίας και πνευματικότητας, αποτελεί –κατά τον ποιητή- το ασφαλέστερο κριτήριο για την ορθή θεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεων και τη διαχείριση των όποιων καταστάσεων βιώνουμε σήμερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πλησίον είναι εικόνα του Θεού και, ως μόνο κριτήριο στις μετ’ αλλήλων σχέσεις, θεωρείται η αγάπη, όπως κορυφώνεται με το κατεξοχήν Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Επιτρέψτε μου να κλείσω την ομιλία με ένα απόσπασμα ποιήματος του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού Χαρκιανάκη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρέπει». «Πρέπει ν’ αγαπάς … τους ανθρώπους./βέβαια ξέρω πως η αγάπη δεν υπαγορεύεται/γι’ αυτό είναι εξωπραγματικό το να λέω «πρέπει»/σ’ αυτή την περίπτωση,/αλλ’ ακριβώς αυτό δίνει το μέτρο της εκπτώσεως/από τα απερίγραπτα δικαιώματα της καρδιάς./… Ας αγαπούμε λοιπόν όσο αναπνέουμε όλα τα κτίσματα του Θεού/και στο κάτω – κάτω ας μην λησμονούμε/πως αν τα πιο πολλά εγκλήματα έγιναν/από έλλειψη αγάπης,/από περίσσεια αγάπη δεν έγινε έγκλημα κανένα.» (Ποίημα: «Πρέπει»).