Λόγος εκφωνηθείς υπό του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος (1913 - 1989) στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, κατά την Ακολουθία του Νυμφίου, το εσπέρας της Κυριακής των Βαΐων, την 2α Απριλίου του 1972.
Αδελφοί μου,Όπως επί αιώνας, διασχίζων κάθε είδους νύκτες και ανέμους, ακολουθούμενος από τα ία και τις ανεμώνες, προσπερνών αρχαία γνώριμα τείχη και βαδίζων επάνω εις τα λιθόστρωτα των ιδίων στενών δρόμων, έρχεται απόψε εις του Φαναρίου το παλαιόν μοναστήριον, εις την Μεγάλην Εκκλησίαν Του –Μόνος και Ολόϊδιος– ο Νυμφίος.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται.Και έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, ωσάν ένα φως, μέσα από τον άνεμον, ωσάν την γαλήνην. Έτσι, όπως πάντοτε, απόψε εις το Φανάριον, ο Νυμφίος έρχεται. Και ημείς οι δούλοι, γρηγορούντες, Τον αναμένομεν, πιστοί, εις τον ίδιον τόπον, και διαβαίνοντες τα σύνορα των αλλαγών. Τον υποδεχόμεθα και τον προσκυνούμεν. Ευλογημένος ο Νυμφίος, ο που πάλιν έρχεται. Και μακάριοι οι δούλοι, που και πάλιν ευρίσκει γρηγορούντας.
Αλλ’ ο Νυμφίος απόψε δεν έρχεται μόνον εδώ και μόνον προς ημάς. Έρχεται προς την κάθε ανθρωπίνην κατάστασιν, προς τον κάθε άνθρωπον.Και έρχεται διά να μας εισαγάγη εις το δραματικόν μυστήριον του Θείου Πάθους. Έτσι, ως Νυμφίον πορευόμενον προς γάμον, Τον είδε και Τον εβίωσε η Εκκλησία τον Κύριόν της, εις την είσοδον του Πάθους. Γάμος και Πάθος. Παντοδυναμία και ένδεια. Λατρεία και χλεύη. Θείον μεγαλείον και τελειότης και κάλλος –και ακάνθινος στέφανος και κοκκίνη χλαμύς και κάλαμος και θρόμβοι αίματος. Απαστράπτουσα Θεότης και πάσχουσα ανθρωπότης…
Όλα αυτά, τα άντικρυς αντίθετα, επί το αυτό συναπτόμενα, συνταυτισμένα και ηνωμένα εις το ένα και μοναδικόν πρόσωπον του Νυμφίου της Εκκλησίας. Οποία αντινομία, οποίον φοβερόν παράδοξον, που εκστασιάζει τον νουν του ανθρώπου και συντρίβει την ανθρωπίνην καρδίαν. Αλλά και οποία θεολογική σοφία εις αυτό το όραμα και εις αυτήν την υπαρξιακήν εμπειρίαν της Εκκλησίας, να βιώση και να εικονίση ως Νυμφίον τον προς το πάθος ελκόμενον Κύριόν της. Με την εικόνα του Νυμφίου έναντι της προοπτικής του βάθους της όλης πλοκής του Θείου Δράματος, έχουμε μίαν γεύσιν του παραδόξου, δηλαδή μίαν προσπέλασιν του θεανδρικού μυστηρίου και της δι’ αυτού απολυτρώσεως της όλης χριστιανικής αληθείας και περιπετείας.
Θεώμενοι απόψε τον Νυμφίον, αιφνιαδιαζόμεθα προς στιγμήν, ή περιπίπτομεν εις άτοπον συναισθηματισμόν. Θεωρούμε τον Νυμφίον ως κάτι παρόμοιον προς ήρωα αρχαίας τραγωδίας, ως μορφήν τραγικήν. Δεν είναι. Διότι το Θείον Πάθος δεν είναι τραγωδία. Δεν είναι η αδιέξοδος της αμαρτίας. Είναι η διέξοδός της. Το πάθος εδώ δεν επιβάλλεται έξωθεν, αλλ’ έσωθεν, εκ της αγάπης. Είναι εκούσιον.Εδώ ο πάσχων δεν είναι αυτός που νομοτελικώς οφείλει να πάθη, ούτε το θύμα ανωνύμων δυνάμεων, αλλ’ ο παντάπασιν αδιανοήτως πάσχων. Και ο θείος παράγων δεν είναι, εδώ, είδος από μηχανής Θεού, που επεμβαίνει την τελευταίαν στιγμήν και μηχανικώς λύει την τραγωδίαν. Εδώ είναι ο Θεός πάσχων ως άνθρωπος, αντί του ανθρώπου. Είναι ο αναμάρτητος, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Είναι η αγάπη, που εκουσίως εμπλέκεται εις την ανθρωπίνην τραγωδίαν, εν παραδόξω ευθυνη αμαρτωλότητος, και με το πάθος και την θυσίαν λύει τα άλλως άλυτα. Αυτό είναι και λέγεται: Τα επέκεινα της τραγωδίας. Απόψε ο Νυμφίος μας οδηγεί επέκεινα της τραγωδίας, εις την περιοχήν του θεανδρικού παραδόξου,το οποίον ημπορούν να προσψαύσουν και να βιώσουν, όσοι γνωρίζουν εν πίστει να σιωπούν, να κενώνουν εαυτούς από τον εαυτόν τους και να θαυμάζουν.
Απόψε μείνατε σιωπηλοί, αδειάσατε τον εαυτόν σας από τον εαυτόν σας και θαυμάσατε.Σας βεβαιώ, απόψε, μέσα από τους στενούς δρομίσκους του Διπλοφαναρίου, μέσα από την άνοιξιν, εδώ προς ημάς ο Νυμφίος έρχεται.
Γρηγορείτε και προσεύχεσθε.