Παραθέτουμε ακολούθως την ομιλία, την οποία πραγματοποίησε ο Αρχιμανδρίτης ΡΩΜΑΝΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ, με την ευλογία και προτροπή του Σεβ. Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου, στον Μητροπολιτικό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου πόλεως Ρεθύμνης, το εσπέρας της Κυριακής της Ορθοδοξίας, 8ης Μαρτίου 2020, αμέσως μετά την ακολουθία του Κατανυκτικού Εσπερινού.
Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Πανοσιολογιώτατοι, Αιδεσιμολογιώτατοι και Οσιολογιώτατοι Πατέρες,
Φιλόχριστοι και Χριστώνυμοι Αδελφοί,
Κυριακή της Ορθοδοξίας σήμερα και σε όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, σε όλους τους Ιερούς Ναούς της Ορθοδόξου Οικουμένης, πραγματοποιήθηκαν λαμπρές λατρευτικές εκδηλώσεις με λιτάνευση των ιερών εικόνων, εις ανάμνησιν «τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων, γενομένης παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ τῆς Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ ὁμολογητοῦ Μεθοδίου», όπως αναγνώσαμε στο Συναξάριο της μεγάλης αυτής Εορτής.
Υπάρχει πάντα ο φόβος, και αυτός μεγιστοποιείται όσο απομακρυνόμαστε χρονικά και βιωματικά από τα κορυφαία γεγονότα της Πίστεως, να εκπέσουμε σε μια φολκλορικού χαρακτήρα επιφανειακή ανάμνηση και τελικά «θεατρική» απόδοση και αναπαράσταση των γεγονότων αυτών, χωρίς την αναγκαία προϋπόθεση της θεολογικής, εκκλησιολογικής και εν τέλει σωτηριολογικής προβολής τους στην έκφραση της Πίστεως «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν», όπως αυθεντικώς αποτυπώθηκε εν Πνεύματι Αγίω από τους Αγίους Πατέρες στο Σύμβολο της Πίστεως. Η «ιδεολογικοποίηση» της Πίστεως και η συναφής «θρησκειοποίηση» της Εκκλησίας είναι ο μέγιστος πνευματικός εχθρός που απειλεί την οντολογία της, ως Κιβωτού της σωτηρίας, ως περιέχοντος τα πάντα, σύμφωνα με το «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» του Αποστόλου Παύλου (Κολ. γ΄ 11), καθιστώντας την «περιεχόμενο» αφηρημένων υπερβατικών, φιλοσοφικών και ηθικιστικών διδασκαλιών, και «μέσο» επίτευξης αλλοτρίων προς την σωτηριώδη αποστολή της στόχων. Αυτό ακριβώς είναι η λεγόμενη «εκκοσμίκευση», ο διαρκής και πλέον επικίνδυνος και ύπουλος πειρασμός, για την κατανίκηση του οποίου το πρώτο και μέγιστο υπόδειγμα μας έδωσε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όταν αντιμετώπισε τον πειράζοντα διάβολο στην έρημο (βλ. Ματθ. δ΄ 1-11, Μάρκ. α΄ 12-13, Λουκ. δ΄ 1-13).
Εκτός από την «ιδεολογικοποίηση» και τη «θρησκειοποίηση», ένας άλλος μεγάλος πειρασμός που επιχείρησε να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της Εκκλησίας, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης και διαδρομής της στην Ιστορία, είναι η πολυδιάσπαση, η «συνομοσπονδιοποίηση», όπως εύστοχα έχει επισημάνει, με αφορμή τις τρέχουσες εξελίξεις στην εκκλησιαστική επικαιρότητα, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης μας κ.κ. Βαρθολομαίος.
Και με πολλή θλίψη διαβάσαμε πρόσφατα στο ανακοινωθέν μιας συνάντησης κάποιων Προκαθημένων και εκπροσώπων Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση των ιερών θεσμίων και της κανονικής τάξης της Εκκλησίας στο Αμμάν της Ιορδανίας, να υιοθετείται ο ανορθόδοξος και επικίνδυνος όρος “Orthodox Communion”, δηλαδή «Ορθόδοξη Κοινωνία», για να περιγράψει, κατά την προβληματική από απόψεως Ορθοδόξου δογματικής αντίληψη των συμμετασχόντων σε αυτή τη συνάντηση, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ο όρος αυτός παραπέμπει ευθέως -και αποκαλυπτικώς για το πώς αντιλαμβάνονται ορισμένοι την Ορθόδοξο Εκκλησία- στον προτεσταντισμό του “Anglican Communion”, δηλαδή της «Αγγλικανικής Κοινωνίας», μιας παγκόσμιας χαλαρής «συνομοσπονδίας» Εκκλησιών που βρίσκονται σε ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ τους, με ιστορικό λίκνο, αλλά όχι ιεραρχικό κέντρο, την Εκκλησία της Αγγλίας.
Αυτήν την υποκατάσταση της κανονικότητας της Εκκλησίας, όπως διαμορφώθηκε από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και από την καθηγιασμένη πράξη της Εκκλησίας διά των αιώνων, με μια ρομαντικού και συμβολικού χαρακτήρα ιστορικότητα απηχεί και ο εκκλησιολογικός νεολογισμός της απόδοσης της ιδιότητας της «Μητέρας Εκκλησίας» στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, αντίθετα προς την ρητή και σαφή Ιεραρχία της Εκκλησίας που απέδωσε στον Θρόνο των Ιεροσολύμων την έσχατη θέση ανάμεσα στους Πρεσβυγενείς Πατριαρχικούς Θρόνους. Μια υπέροχη θεολογική ερμηνεία αυτής της ιεραρχικής θέσεως του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων βρίσκουμε αποτυπωμένη στα «Πρακτικὰ τῆς ἐν τῷ ναῷ τῆς Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας (Βλὰχ Σεραΐου) Συνόδου τῆς κυρωσάσης τὴν ἐγκαθίδρυσιν τοῦ ἐν Ρωσσίᾳ Πατριαρχικοῦ Θρόνου», του έτους 1593, επί του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ του Τρανού, με τη συμμετοχή και των λοιπών Πατριαρχών της Ανατολής, όπου διαβάζουμε χαρακτηριστικά ότι η Εκκλησία τοποθέτησε τον Θρόνο των Ιεροσολύμων «ἔσχατον τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν Θρόνων, ἵνα μὴ φαντασίαν τινα παράσχοιεν τῶν ἄλλων προτιμήσαντες τὴν τοῦ Χριστοῦ βασιλείαν δοξάζειν ἐπίγειον» (βλ. Καλλινίκου Δελικάνη, Πατριαρχικών Εγγράφων, Τόμος Γ΄, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1905, σελ. 14). Με απλά λόγια, αν και η Εκκλησία ιστορικά και γεωγραφικά ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα, ο Θρόνος των Ιεροσολύμων σκοπίμως δεν τοποθετήθηκε πρώτος στην τάξη των Πατριαρχείων, για να μη θεωρηθεί ότι η Εκκλησία είναι μια εγκόσμια και επίγεια Βασιλεία του Χριστού, που επρόκειτο να κατακτήσει τον κόσμο και να τον υποτάξει στην ιστορική-γεωγραφική Ιερουσαλήμ, όπως ακριβώς δηλαδή φαντάζονταν και προσδοκούσαν οι Εβραίοι, παρερμηνεύοντας τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης σχετικά με τον αναμενόμενο Μεσσία.
Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι η ιστορική Ιερουσαλήμ, αλλά η Νέα Ιερουσαλήμ και η Νέα Σιών, όπως ο Απόστολος Παύλος την περιέγραψε στην προς Εβραίους επιστολή του: «Οὐ γὰρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένῳ ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρὶ καὶ γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ καὶ σάλπιγγος ἤχῳ καὶ φωνῇ ρημάτων ... ἀλλὰ προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος, ῾Ιερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καὶ κριτῇ Θεῷ πάντων, καὶ πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» («Γιατί, βέβαια, δεν έχετε προσέλθει σ'ένα βουνό που μπορεί κανείς να το ψηλαφίσει όπως το Σινά, και που το καλύπτουν φλόγες φωτιάς και νέφος και σκοτάδι και ανεμοθύελλα και ήχοι σάλπιγγας και λόγια που εκφέρονται με δυνατή φωνή ... Απεναντίας, έχετε προσέλθει στο όρος Σιών και στην πόλη του Ζωντανού Θεού, στην επουράνια Ιερουσαλήμ, και σε μυριάδων αγγέλων, σε πανηγύρι και εκκλησία πρωτότοκων υιών, που έχουν καταγραφεί στους ουρανούς, και στον Θεό, που είναι ο κριτής όλων, καθώς και στα πνεύματα δικαίων ανθρώπων που έχουν φτάσει στην τελείωση») (Εβρ. ιβ΄ 18-19, 22-23). Υπό το αυτό πνεύμα πρέπει να ερμηνεύσουμε και τους λόγους του ίδιου του Κυρίου μας προς την Σαμαρείτιδα, όπως τους καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Γυναίκα, πίστεψέ με, ότι έρχεται ο καιρός, που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε στο βουνό αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα. ... Έρχεται ... ο καιρός, από τώρα κιόλας, κατά τον οποίο οι αληθινοί λατρευτές θα λατρεύουν το Θεό πνευματικά και αληθινά. Και ασφαλώς έτσι τους θέλει ο Πατέρας εκείνους που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα κι εκείνοι που τον λατρεύουν, πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά» (Ιωάν. δ΄ 21, 23-24).
Κυριακή της Ορθοδοξίας, λοιπόν, σήμερα. Και η Εκκλησία μας διακηρύσσει: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν». Ποια είναι όμως αυτή η Πίστη; Είναι η Πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων. Είναι η Πίστη των Οικουμενικών Συνόδων. Είναι η Πίστη που εκκλησιοποιήθηκε διά μέσου των αιώνων, με την καθηγιασμένη πράξη της Εκκλησίας, με την «εφηρμοσμένη Ορθοδοξία», θα μπορούσαμε να πούμε, υιοθετώντας, κατ’ αναλογίαν, αυτόν τον επιστημονικό όρο. Και αυτή η «εφηρμοσμένη Ορθοδοξία» έχει Κανόνες, έχει αρχές, έχει Πολίτευμα. Πολίτευμα Συνοδικό αλλά και ταυτόχρονα Ιεραρχικό, κατοχυρωμένο από την Αγία Γραφή και από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Και η ισορροπία και αλληλοπεριχώρηση ανάμεσα στις δύο αυτές ιδιότητες, συνοδικότητα και ιεραρχικότητα, έχουν οριοθετηθεί με τόση σοφία και χάρη Θεού, ώστε να αποτρέπεται η παρέκκλιση είτε προς το ένα άκρο, δηλαδή τον «παπισμό», είτε προς το άλλο, δηλαδή τον «προτεσταντισμό». Η Ορθοδοξία είναι η μέση και βασιλική οδός των Πατέρων, η οποία πάντοτε αναγνώριζε ότι υπάρχει η Σύνοδος, και ότι η Σύνοδος αυτή δεν σημαίνει ένα οριζόντιο ισοπεδωτικό άθροισμα «αντιπροσώπων», κατά τα κοσμικά πρότυπα του «κοινοβουλευτισμού», αλλά ένα ενιαίο και αδιάρρηκτο ιεραρχικό σύστημα, στο οποίο υπάρχει ο Πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος και ούτω καθεξής. Στην Ορθοδοξία δεν συγχέεται η ισότητα του χαρίσματος της ιερωσύνης με την ιεραρχικότητα του αξιώματος της διοικητικής και ποιμαντικής ευθύνης. Εάν δεν υπήρχε αυτή η ιεραρχικότητα, αυτό το πρωτείο ευθύνης, που δεν είναι εξουσία, αλλά θυσιαστική διακονία και ανάλωση του ενός, του Πρώτου, του Υπευθύνου, του Ηγουμένου, υπέρ των πολλών, δεν θα μας προέτρεπε ο Απόστολος Παύλος: «Να υπακούτε και να πειθαρχείτε στους προεστώτες σας, γιατί αυτοί αγρυπνούν για χάρη των ψυχών σας, καθώς θα λογοδοτήσουν γι'αυτό στο Θεό» (Εβρ. ιγ΄ 17). Έτσι συγκροτήθηκε η Εκκλησία από την πρώτη στιγμή σε όλα τα επίπεδα: Στο Μοναστήρι, με Πρώτο τον Ηγούμενο, στη Μητρόπολη, με Πρώτο τον Μητροπολίτη, στην τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, με Πρώτο τον Προκαθήμενο, Πατριάρχη ή Πρόεδρο της Συνόδου της Τοπικής Εκκλησίας, σε Οικουμενικό επίπεδο με Πρώτο, προ του μεγάλου σχίσματος του 1054, τον της Παλαιάς Ρώμης Επίσκοπο και έκτοτε τον της Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης Επίσκοπο και Οικουμενικό Πατριάρχη.
Στο σημείο αυτό, και προκειμένου να σκιαγραφήσουμε κάπως αυτό το Πρωτείο Ευθύνης του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχου, όπως διαμορφώθηκε μέσα στην Εκκλησία, από την Εκκλησία και για την Εκκλησία, διά των αιώνων, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω αποσπάσματα από το ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ, όπως δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα του:
«Ἡ πολιτική καί πολιτιστική αἴγλη, δι᾽ ἧς περιεβλήθη ἡ Κωνσταντινούπολις ὡς ἡ νέα πρωτεύουσα τῆς χριστιανικῆς πλέον αὐτοκρατορίας, προεκάλεσε σημαντικάς ἀνακατατάξεις εἰς τήν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τόν 4ον ἤδη αἰῶνα. Ἡ διαμόρφωσις τῆς ὑψηλῆς ἐκκλησιαστικής θέσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πνευματικοῦ κέντρου τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης συνετελέσθη ταχύτατα. (...)
Κατά τό διαῤῥεῦσαν διάστημα μεταξύ τῆς Α´ καί τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325-381), ἐντός πεντήκοντα περίπου ἐτῶν, ἡ Κωνσταντινούπολις διαμορφοῦται εἰς ἡγέτιδα Ἐκκλησίαν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πρωταγωνιστικοῦ ρόλου τῶν Ἐπισκόπων αὐτῆς κατά τήν διάρκειαν τῶν τριαδολογικῶν αἱρέσεων, μέ συνέπειαν νά προεδρεύσουν τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετά τόν θάνατον τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας, δύο Ἀρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί μετά τήν παραίτησιν αὐτοῦ ὁ διάδοχός του Ἅγιος Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἐῤῥύθμισε τήν παγιωθεῖσαν ἐν τῇ πράξει πρωτεύουσαν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὁρίσασα ἐν τῷ 3ῳ κανόνι αὐτῆς «τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ῥώμης Ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ῥώμην». Κατά τήν ἐπιτυχῆ διατύπωσιν τοῦ Σάρδεων Μαξίμου εἰς τό περί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔργον αὐτοῦ «ὁ 3ος κανών δέν ὑπῆρξε προϊόν αὐθαιρεσίας, ἀλλ᾽ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως τῶν 50 ἐτῶν καί ὥριμος καρπός τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν νέων συνθηκῶν τῆς Αὐτοκρατορίας» (σελ. 109). (...)
Ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁλοκληρώνει οὕτω τήν ἐκκλησιαστικήν ὕψωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συμπληροῦσα τάς ῥυθμίσεις τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτῆς δέν εἶναι πλέον μετά τόν Ῥώμης, ὡς ὥριζεν ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά μετά τοῦ Ῥώμης «τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ῥώμης Ἁγιωτάτῳ Θρόνῳ» (28ος κανών). Διά τῶν κανόνων 9 καί 17 αὐτῆς δίδεται ἐπίσης εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως τό δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου, τοῦ νά δικάζῃ ἐν περιπτώσει ἐκκλήσεως ὑπερορίους κληρικούς τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων. Εἰς τάς δύο αὐτάς περιπτώσεις ἀσκήσεως ὑπερορίου ἁρμοδιότητος, ἤτοι εἰς τήν δικαιοδοσίαν ἐπί τῆς διασπορᾶς καί εἰς τήν ὑπάτην δικαστικήν ἐξουσίαν ἐν τῷ θεσμῷ τοῦ ἐκκλήτου ἐκδηλοῦται ἐμφανῶς ἡ πρωτεύουσα θέσις τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς οὐδένα ἄλλον Θρόνον ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες ἄσκησιν ὑπερορίου ἁρμοδιότητος.
Ἡ προνομιακή αὕτη θέσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στηριζομένη εἰς ῥητάς κανονικάς διατάξεις, κατέληξεν ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πέραν τῆς νομικῆς θεμελιώσεως, εἰς φυσικόν αὐτῆς γνώρισμα. Ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθῇ, ἄν ἀφαιρέσῃ κανείς τήν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ὁποία ἀπέβη τό μέγα Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας καθ᾽ ὅλην τήν δυναμικήν ἱστορικήν της πορείαν. Κατά τήν περίοδον αὐτήν τῆς ἰσχύος καί τῆς ἀκμῆς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐπρωτοστάτησεν εἰς τήν διατύπωσιν καί διαμόρφωσιν τῶν δογμάτων, εἰς τήν σύγκλησιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰς τήν ἀνάπτυξιν τοῦ Μοναχισμοῦ, εἰς τόν ἐμποτισμόν συνόλου τῆς ζωῆς ἐν τῇ αὐτοκρατορίᾳ ὑπό τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος ἐν ἁρμονικῇ συνεργασία μετά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ὥστε πράγματι τό Βυζάντιον νά ἀποτελῇ μοναδικόν ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ παράδειγμα γνησίας βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἤσκησεν ἐπίσης ἐπιτυχέστατον ἱεραποστολικόν ἔργον ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τό ὁποῖον ἐκορυφώθη κατά τούς 9ον καί 10ον αἰῶνας διά τῆς ἱεραποστολικῆς ἐξορμήσεως πρός τόν σλαβικόν κόσμον. Μετέδωσεν εἰς τούς σλαβικούς λαούς τό ἀποτεθησαυρισμένον ἐκ μακροχρονίου ἱστορικῆς ἐμπειρίας ὀρθόδοξον πνεῦμα καί διεπότισε δι᾽ αὐτοῦ ὀντολογικῶς τά βάθη τοῦ σλαβικοῦ πολιτισμοῦ, ὅστις εἶναι ἀδύνατον νά κατανοηθῇ ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τούς πνευματικούς του γεννήτορας. Διά τῆς ἱεραποστολικῆς αὐτῆς δράσεως κατέστη Μήτηρ Ἐκκλησία πάντων τῶν λαῶν τῶν προσελθόντων δι᾽ αὐτῆς εἰς τήν χριστιανικήν πίστιν. Ὡς δέ παρατηρεῖ ὁ διάσημος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας, «φυσική συνέπεια τούτων εἶναι ὅτι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν τούτων ἀποτείνονται, πρός διακανονισμόν τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτῶν βίου, εἰς τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν αἰτούμεναι ὁδηγίας πρός τοῦτο καί πρός πάντα καθόλου τά ἄγνωστα καί ἀσαφῆ αὐταῖς ἐκκλησιαστικά ζητήματα» (Ἐκκλ. Δίκαιον, σελ. 156-157).
Ἡ πνευματική αὕτη μητρότης τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐπεκτείνεται εἰς πάντας τούς Χριστιανούς, τούς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὄντας καί τρεφομένους ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων, κατά τήν εὔστοχον διατύπωσιν τοῦ Πατριάρχου Ἠσαῒου, γράφοντος πρός τούς Ἀρμενίους ἐπιθυμοῦντας νά ἐπιστρέψουν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν: «Μητρός λόγον ἡμεῖς ἐπέχομεν πρός τε ὑμᾶς καί πάντας τούς βουλομένους Χριστιανούς καί εἶναι καί ὀνομάζεσθαι ὡς καί ὑμεῖς ἀκριβῶς ἴστε. Καί γάρ ἐξ ἡμῶν αἱ διδασκαλίαι τῶν θείων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων δέ Συνόδων ἡ θεόπνευστος νομοθεσία, ἐξ ἡμῶν ὡς ἀπό πηγῆς τινος εἰς τό τῆς Ἐκκλησίας πλήρωμα ἐξεχύθησαv» (Μiklοsich-Μuller) 2,259).
Μετά τήν ἀπώλειαν τῆς ἐξωτερικῆς αἴγλης καί δυνάμεως, λόγῳ συγκυριακῶν ἐπιδράσεων, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀνέλαβεν ὡς στοργική μήτηρ τό ἔργον τῆς προστασίας καί περιθάλψεως τῶν ὑποδούλων ὀρθοδόξων λαῶν καί μέ πολλήν σύνεσιν καί σοφίαν ἐκινήθη μέσα εἰς τάς νέας συνθήκας τῶν καιρῶν, κατορθῶσαν νά συντηρήσῃ τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί τήν αὐτοσυνειδησίαν τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἐμφάνισις τῆς πληθύος τῶν Νεομαρτύρων κατά τήν περίοδον αὐτήν ἀποτελεῖ δόξαν καί καύχημα διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, συνδέουσα αὐτήν μέ τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν τῶν πρώτων αἰώνων, τῶν διωγμῶν καί τῶν μαρτυρίων. Καί ἀσφαλῶς ὁ κίνδυνος τοῦ ἐξισλαμισμοῦ δέν ἦτο ἡ μόνη ἀπειλή ἐναντίον τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἦτο ἐξ ἴσου μεγάλος καί ὁ κίνδυνος τοῦ ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων ἀσκουμένου προσηλυτισμοῦ, οἵτινες, εὑρόντες τόν ὀρθόδοξον λαόν ἐν πτωχείᾳ καί ἀδυναμίᾳ, εἰσῆλθον εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων οὐχί ἐκ τῆς θύρας, ὡς οἱ ποιμένες, ἀλλ᾽ ἀλλαχόθεν, ὡς κλέπται καί λῃσταί, ἵνα θύσουν καί ἀπολέσουν (Ιω. 10,1-8). Ὑπάρχει πληθύς ἱστορικῶν στοιχείων περί τῆς σθεναρᾶς στάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔναντι τῆς ξένης προπαγάνδας, ἡ ὁποία δυστυχῶς κατέφυγεν εἰς ἀθέμιτα μέσα πρός ἐπιτυχίαν τῶν σκοπῶν της· ὠργάνωσεν ἐκστρατείαν δυσφημήσεως καί κατασυκοφαντήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ ἱστορικάς καί δῆθεν ἐπιστημονικάς μελέτας, διεγείρουσα κυρίως τάς ἐθνικάς εὐαισθησίας τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ὥστε νά ἀποδυναμωθῇ ἡ ἐπίδρασις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά καταστῇ οὕτως εὐάλωτος λεία τῶν ξένων «Ἱεραποστολῶν».
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μετά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως διεφύλαξε καί τήν ἐθνικήν συνείδησιν τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν καταπνίγει τόν ὑγιῆ ἐθνικισμόν· τόν ἐντάσσει ἁρμονικῶς μέσα εἰς τήν πληθύν τῶν ἄλλων γνωρισμάτων, τῶν συναποτελούντων τήν ἀνθρωπίνην πλευράν τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τήν σκέπην καί καθοδήγησιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου οἱ ὀρθόδοξοι λαοί ἐκαλλιέργησαν τάς ἐθνικάς των γλώσσας, ἀνέπτυξαν ἰδίαν ἕκαστος ἐκκλησιαστικήν γραμματείαν, ἤκουσαν τό Εὐαγγέλιον «τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος διαλέκτῳ» (Πράξ. 2,8), ὡς κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Τό φαινόμενον τοῦ σκληροῦ καί ἀκάμπτου ἐκλατινισμοῦ τῆς Θεολογίας καί τῆς λατρείας, τό ὁποῖον μέχρι τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου κατεδυνάστευσε καί ἠφάνισε τά ἐθνικά στοιχεῖα τῶν Ῥωμαιοκαθολικῶν λαῶν, οὐδέποτε ἔσχε χώραν ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ὡς τοῦτο ἄριστα καταφαίνεται εἰς τήν περίπτωσιν τῶν σλαβικῶν λαῶν, τήν γραπτήν γλῶσσαν τῶν ὁποίων ἐδημιούργησεν ἡ Κωνσταντινούπολις. Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ οἱ λαοί τῆς Βαλκανικῆς διετήρησαν ἀλώβητα τά ἐθνικά καί φυλετικά των γνωρίσματα, ὥστε νά δυνηθοῦν κατά τόν 19ον αἰῶνα νά διεκδικήσουν τήν ἐθνικήν των αὐτοτέλειαν καί ἀνεξαρτησίαν. Καί μόνον ὅταν ὁ ἐθνικισμός διεξεδίκησε κυρίαρχον θέσιν, ὅταν ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς τῶν γνωρισμάτων τῶν συνιστώντων τήν Ἐκκλησίαν καί ἠπειλεῖτο οὕτω ὁ πνευματικός ὑπερεθνικός χαρακτήρ αὐτῆς, ἡ ἐπί πνευματικῶν γνωρισμάτων ἑδραζομένη ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, τότε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον κατεδίκασε τήν τάσιν αὐτήν τοῦ «ἐθνοφυλετισμοῦ» ὡς ἐπικίνδυνον καινοτομίαν.
Ἡ δημιουργία ἀνεξαρτήτων ἐθνικῶν κρατῶν εἰς τόν χῶρον τῆς Βαλκανικῆς εἶχεν ὡς ἄμεσον συνέπειαν τήν δημιουργίαν αὐτοκεφάλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μολονότι ἔβλεπε συῤῥικνουμένην τήν τεραστίαν αὐτοῦ δικαιοδοσίαν, παρεχώρησε διά τῆς κανονικῆς ὁδοῦ τό αὐτοκέφαλον εἰς τάς Ἐκκλησίας τῶν νέων χωρῶν τῆς Βαλκανικῆς, ἀντέδρασε δέ μόνον εἰς περιπτώσεις προσβολῆς τῆς κανονικῆς τάξεως καί ὑπερεξάρσεως ἐθνοφυλετικῶν κριτηρίων. Ἡ πολυδιάσπασις πάντως αὐτή εἰς ἐθνικάς Ἐκκλησίας ἦτο νέον φαινόμενον εἰς τήν ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ πρό πολλῶν αἰώνων παραχώρησις τοῦ αὐτοκεφάλου εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας (1589) δέν εἶχεν δημιουργήσει προβλήματα εἰς τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων καί λόγῳ τῆς εὐπειθείας τῆς θυγατρός πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί λόγῳ τῆς μή ἐμφανίσεως εἰσέτι καί ἐξάρσεως τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων, ἡ ὁποία ἀποτελέσασα τήν βάσιν τῆς ὑπάρξεως τῶν νέων κρατῶν καί συνδεθεῖσα μέ τάς μεταξύ αὐτῶν ἐθνικάς διεκδικήσεις συνετέλεσε καί εἰς τήν ψύχρανσιν τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδιαιτέρως κατά τάς περιόδους τῶν μακροχρονίων πολεμικῶν συγκρούσεων. (...)
Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, οὖσα πρωτόθρονος μεταξύ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἔχουσα ἐξ ἱστορικῶν καί θεολογικῶν λόγων τό δικαίωμα καί τήν εὐθύνην τῆς ἐνάρξεως καί τοῦ συντονισμοῦ τῶν διορθοδόξου σημασίας ἐνεργειῶν, δέν παύει νά ἀποτελῇ τοπικήν Ἐκκλησίαν, ἧς ἡ δικαιοδοσία περιορίζεται εἰς συγκεκριμένην γεωγραφικήν περιοχήν, ὅπερ ἰσχύει κατά τούς κανόνας δι᾽ ὅλας τάς Ἐκκλησίας, καί διά τήν Ρώμην, πλήν τοῦ προνομίου τῆς ἀσκήσεως ὑπερορίου ἁρμοδιότητος εἰς τάς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἀπονεμηθέντος ἀποκλειστικῶς εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, καί τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐκκλήτου. (...)
Ἡ εὐρυτάτη δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤρξατο σταδιακῶς μειουμένη διά τῆς παραχωρήσεως τῆς αὐτοκεφάλου ἀξίας εἰς τάς τοπικάς Ἐκκλησίας: εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥωσσίας (1589), εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (1850), εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας (1879), εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥουμανίας (1885), εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλβανίας (1937) καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Βουλγαρίας (1945).
Σοβαρωτέρα ἦτο ἡ συῤῥίκνωσις τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ προκύψασα ἐκ τῆς φυγῆς τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν ἐκ τῶν πατρογονικῶν αὐτῶν ἑστιῶν ἐν Πόντῳ, Θράκῃ καί Μ. Ἀσίᾳ, αἱ ὁποῖαι ὡς εἴδομεν ἀπετέλουν διά τῶν αἰώνων τόν ἱστορικόν γεωγραφικόν χῶρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοῦ δικαιοδοσίας. Ἡ φυγή αὐτή συνετελέσθη μετά τόν μικρασιατικόν πόλεμον τοῦ 1922 ἐξακολουθεῖ δέ μέχρι σήμερον. (...)
Ἐκ τῶν πληθυσμῶν οἱ ὁποῖοι ἐγκατεστάθησαν εἰς Εὐρώπην, Ἀμερικήν καί Αὐστραλίαν, ἱδρύθησαν νέαι Ἀρχιεπισκοπαί καί Μητροπόλεις, μέ πολύν δυναμισμόν μεταξύ ἄλλων προηγμένων ὡς ἐπί τῶν πολύ λαῶν. Ἐκ τῆς συνυπάρξεως δέ αὐτῆς ἀναμένει πολλά ἀγαθά ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία.
Ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ τουρκικοῦ κράτους ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν ἐπίσης ὑπό τήν ἂμεσον δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου αἱ μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου, ἡ ἡμιαυτόνομος Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἡ μοναστική πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλα Πατριαρχικά Ἱδρύματα καί Ἑστίαι ἐν ὅλῃ τῇ Οἰκουμένῃ. Ἐπίσης, εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνήκουν καί αἱ μητροπόλεις τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», τῶν ὁποίων ἡ διοίκησις ἐδόθη τό 1928 ἐπιτροπικῶς εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος.».
Μετά την παράθεση αυτού του ιστορικού, και ιδιαίτερα των αναφορών στην ιστορική συρρίκνωση των ορίων της αμέσου δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Τοπικής Εκκλησίας, θεωρώ απαραίτητο να υπογραμμίσω το εξής. Η συρρίκνωση αυτή, που έγινε εν πολλοίς, όπως περιγράψαμε, με την εκούσια από μέρους της Μεγάλης Εκκλησίας χορήγηση καθεστώτος Αυτοκεφαλίας σε διάφορες τοπικές Εκκλησίες, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση και την αντίστοιχη απομείωση της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου θέσεώς της μέσα στην Εκκλησία, όπως επιχειρούν να επιβάλουν κάποιοι, επικαλούμενοι όχι τους Κανόνες, την Τάξη, την Παράδοση, την Αλήθεια της Εκκλησίας, αλλά την ισχύ των αριθμών, του πλούτου και της κρατικής δυνάμεως, έχοντας με τον τρόπο αυτό ενδώσει στον πειρασμό, όπως μας τον περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Ξανά ο διάβολος τον παίρνει μαζί του σ'ένα πολύ ψηλό βουνό και του δείχνει όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη δόξα τους και του λέει: «Όλα αυτά σ'εσένα θα τα δώσω, αν πέσεις και με προσκυνήσεις» (Ματθ. δ΄ 8-9). Και φυσικά η απάντηση του Κυρίου μας είναι γνωστή: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις» (Ματθ. δ΄ 10). Αλλά και ο ιερός ψαλμωδός λέγει κάτι παρεμφερές, με το οποίο εμείς, τα ευλογημένα τέκνα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, απαντούμε σε όσους απέναντι στην Αλήθεια αντιπαραβάλλουν τα θέλγητρα και τα φόβητρα του κόσμου, διεκδικώντας να ανατρέψουν όρους και κανόνες επί των οποίων θεμελιώθηκε η Εκκλησία: «οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα. αὐτοὶ συνεποδίσθησαν καὶ ἔπεσαν, ἡμεῖς δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνωρθώθημεν» (Ψαλμ. ιθ΄ 8-9).
Για την Ορθοδοξία και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο σύγχρονο κόσμο μίλησε προσφυέστατα ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, σε πρόσφατη συνέντευξή του σε μια μεγάλη εφημερίδα του Βελιγραδίου, απευθυνόμενος στους Σέρβους Ορθοδόξους αδελφούς.
Ο Σέρβος δημοσιογράφος ρώτησε τον Παναγιώτατο: «Πώς θα περιγράφατε τη θέση της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο; Ποιος είναι ο ρόλος σας ως Οικουμενικού Πατριάρχη; Έχω στο μυαλό τον Σέρβο θεολόγο Stojan Gosevic, ο οποίος κάποτε διατύπωσε την άποψη ότι «αν δεν υπήρχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα έπρεπε να το δημιουργήσουμε». Θα μπορούσε να υπάρξει Ορθοδοξία χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης;».
Και έλαβε την ακόλουθη απάντηση: «Η θέση της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο δεν είναι διαφορετική από αυτήν που ήταν κατά τα προηγούμενα χρόνια, αρχής γενομένης από το υπερώο της Πεντηκοστής. Μπορεί σήμερα να έχουμε νέα δεδομένα, κοινωνικά, επιστημονικά κ.λπ., αλλά ο προορισμός και η αποστολή της Εκκλησίας δεν άλλαξαν. Η Εκκλησία είναι η Κιβωτός της σωτηρίας και της αληθείας, όπως την απεκάλυψε ο Τριαδικός Θεός στον κόσμο. Είναι ο χώρος όπου τελεσιουργείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου και επιτυγχάνεται η ένωσή του με τον Θεό. Η Εκκλησία, δηλαδή, είναι «η Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο. Όλα τα άλλα που βλέπουμε σήμερα, τα οποία μπορεί να εντυπωσιάζουν και να προκαλούν θαυμασμό, όπως έργα φιλανθρωπίας, πολιτισμού, κοινωνικά, ακαδημαϊκά ή και αναπτυξιακά, όσο σημαντικά κι αν φαίνονται, δεν παύουν να είναι παρεπόμενα του βασικού σκοπού και προορισμού της Εκκλησίας. Και φυσικά δεν μπορούν με τίποτα να αντικαταστήσουν τον κυρίαρχο και πρωταρχικό μυστηριακό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Όσον αφορά τώρα στο ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον κόσμο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα προτιμούσα, αντί να αναπτύξω μία απάντηση, να προτρέψω όλους τους καλούς σας αναγνώστες να ανατρέξουν στην εκκλησιαστική ιστορία, στους Ιερούς Κανόνες, στην Πατερική μας διδασκαλία και στην Ιερά Παράδοση και εκεί θα διαπιστώσουν ποιος είναι ο ρόλος και η ευθύνη του Οικουμενικού και Αποστολικού Θρόνου. Εμείς, ως ταπεινοί διάκονοι και συνεχιστές του Αποστόλου Ανδρέα, δεν κάνουμε τίποτε παραπάνω από αυτό που οι Ιεροί Κανόνες μάς κληροδότησαν. Η φράση αυτή του γνωστού Σέρβου θεολόγου Stojan Gosevic επαληθεύεται από την πράξη των Οικουμενικών Συνόδων και την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Ό,τι είναι και ό,τι έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οφείλει στην Εκκλησία. Δεν είμαστε μια αυτοδημιούργητη οντότητα αλλά μια ύπαρξη που προέκυψε αγιοπνευματικώς.» (Συνέντευξη της Α.Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου από το δημοσιογράφο Zivojin Rakocevic για τη Σερβική εφημερίδα «Politika»).
Με παρόμοιο τρόπο είχε αναφερθεί στο Θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο κορυφαίος θεολόγος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αν δεν υπήρχε ο θεσμός αυτός, θα έπρεπε να είχε εφευρεθεί. Χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο η Ορθοδοξία θα περιπέσει στη δίνη των εθνικισμών, στην καυχησιολογία του παρελθόντος, στην εσωστρέφεια της αυτάρκειας, στην περιφρόνηση του συγχρόνου κόσμου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέδειξε ότι μπορεί να μετουσιώνει το παρελθόν σε παρόν, το παρόν σε μέλλον, το χθες και το σήμερα σε αύριο. Και τούτο, γιατί πέρα από τη θεσμική του ιδιότητα, είναι φορέας μιάς ανοικτής νοοτροπίας, μιάς καθολικότητας και μιάς ευαισθησίας για τον άνθρωπο κάθε εποχής. Και αυτό αποτελεί την κατ᾿ άνθρωπον εγγύηση του μέλλοντός του».