Εβδομάδα των Παθών στο Φανάρι
Καθημερινή, 26-4-2020
Του Αλέξη Αλεξανδρή, Πρέσβη ε.τ.
Το Πάσχα του 1965 το Πατριαρχείο έγινε πάλι στόχος των τουρκικών αρχών
Κοινό στοιχείο των πολιτικά αδύναμων τουρκικών κυβερνήσεων συνασπισμού της περιόδου 1964-1965 ήταν η δυσαρέσκεια με την τροπή που είχε λάβει το Κυπριακό μετά τη νέα όξυνση του ζητήματος αυτού. Από διπλωματικής σκοπιάς, η Αγκυρα αισθανόταν σε μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας στην Κύπρο, καθώς ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν κυρίαρχος της κατάστασης και των πολιτικών εξελίξεων, ιδίως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1960 και την εφαρμογή των δεκατριών σημείων. Αν και η Τουρκία επικαλούνταν τα δικαιώματά της ως εγγυήτρια δύναμη, η ελληνική πλευρά έχαιρε της υποστήριξης της πλειοψηφίας των κρατών-μελών του ΟΗΕ, με αποτέλεσμα δύο φορές (1964 και 1967) να αποσοβηθεί η τουρκική απόβαση στο νησί.
Το Κυπριακό είχε καταστεί βολικό σημείο αναφοράς και εθνικής συσπείρωσης προκειμένου να στραφεί η προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης μακριά από τα σοβαρά εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα της Τουρκίας. Ο κομματικός ανταγωνισμός ωθούσε σε πλειοδοσία παροξυσμού, αδιαλλαξίας και φανατισμού εναντίον σε οτιδήποτε ελληνικό. Κοινός στόχος του κεμαλικού πολιτικού κατεστημένου ήταν η εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και η διχοτόμησή της νήσου ακόμη και αν αυτό σήμαινε πολεμική σύρραξη με την Ελλάδα.
Απόρροια της πολεμοχαρούς αυτής στάσης υπήρξε η διεθνής απομόνωση της Τουρκίας, καθώς η Αγκυρα παρουσίαζε την Ουάσιγκτον ως υπεύθυνη για την παρεμπόδιση μιας δυναμικής παρέμβασής της στο Κυπριακό. Πράγματι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζόνσον είχε προειδοποιήσει τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού στις 5 Ιουνίου 1964 εναντίον μιας εισβολής στην Κύπρο, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα του δεν θα επενέβαινε σε περίπτωση σοβιετικής εμπλοκής που ενδεχομένως θα προκαλούσε μια τέτοια ενέργεια.
Νέος κύκλος διωγμών κατά της μειονότητας
Υπό αυτές τις συνθήκες η μόνη διέξοδος για τα εθνικιστικά πάθη των Τούρκων ήταν η άσκηση πίεσης προς την ελληνορθόδοξη μειονότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που θεωρούνταν οι ευάλωτοι κρίκοι της ελληνικής διπλωματίας. Ενδεικτική του κλίματος στην Τουρκία είναι η συνομιλία του Τούρκου αξιωματούχου Nιχάτ Ερίμ και του πρέσβη Aλατσάμ με τον ειδικό απεσταλμένο του Αμερικανού προέδρου, Ντιν Ατσεσον στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία των ΗΠΑ στη Γενεύη στις 11 Ιουλίου 1964, όταν υποστήριξαν ότι η κυβέρνησή τους ήταν αποφασισμένη να αντιδράσει έναντι της ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό, προβαίνοντας σε αντίποινα που θα λάβουν τη μορφή της απέλασης του συνόλου των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης και της απομάκρυνσης του Πατριαρχείου, μολονότι η Αγκυρα δεν είχε τίποτε το ενοχοποιητικό εις βάρος του Αθηναγόρα.
Πράγματι, από τις αρχές του 1964 το μένος των εθνικιστικών κύκλων εστράφη πρωτίστως κατά του Πατριάρχη Αθηναγόρα, με τον τουρκικό Τύπο να ανακαλύπτει «μυστικές διασυνδέσεις» ανάμεσα στο Πατριαρχείο και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Την καλλιέργεια φυλετικού και θρησκευτικού μίσους ακολούθησαν περιοριστικά και απαγορευτικά μέτρα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε μια περίοδο συστηματικών διωγμών του ποιμνίου του. Ετσι, η μαζική απέλαση των 12.000 Ελλήνων υπηκόων της Πόλης το 1964-1965 συνοδεύτηκε από τη φυγή άλλων 30.000 ομογενών με τουρκική ιθαγένεια. Ταυτόχρονα στα νησιά Ιμβρος και Τένεδος εφαρμόστηκε η σκληρή και απάνθρωπη «πολιτική διάλυσης» (eritmepolitikası) του ελληνικού στοιχείου με αποτέλεσμα ο γηγενής πληθυσμός στην αμιγώς ελληνοκατοι-κούμενη Ιμβρο, που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αριθμούσε άνω των 7.000 Ελλήνων, να μειωθεί το 1970 σε 2.622 άτομα και με τη συνεχιζόμενη διαρροή να φθάσει γύρω στα 500 το 2020.
Ανατροπή του καθεστώτος τρεισήμισι αιώνων
Ο Πατριάρχης στερήθηκε τη διαχείριση της μονής και του ναού του Αγίου Γεωργίου έναντι των τουρκικών αρχών
Σε αυτό το κλίμα καταπίεσης, ανθελληνικού μένους και έντονου φόβου, στις 22 Απριλίου 1965, ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης και την ώρα της Θείας Λειτουργίας στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου παρουσιάστηκε στο Φανάρι, αιφνιδίως και χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση, τετραμελής ελεγκτική επιτροπή αποτελούμενη από τον επιθεωρητή της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, τον διευθυντή του πολιτικού τμήματος της Γενικής Αστυνομίας Κωνσταντινούπολης, τον γενικό επιθεωρητή του υπουργείου Οικονομικών και εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών. Η επιτροπή, που συνοδευόταν από πλειάδα Τούρκων δημοσιογράφων, απαίτησε άμεση συνάντηση με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος όμως εκ των πραγμάτων δεν ήταν διαθέσιμος αφού πρωτοστατούσε της Θείας Λειτουργίας. Τότε οι Τούρκοι αξιωματούχοι πείστηκαν να αναμείνουν στα πατριαρχικά γραφεία και αργά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης συναντήθηκαν με τον Αθηναγόρα προκειμένου να του μεταφέρουν την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να διενεργήσει έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης του Πατριαρχείου.
Ο Αθηναγόρας εξήγησε στους συνομιλητές του ότι η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα ήταν η σημαντικότερη θρησκευτική περίοδος της Ορθοδοξίας και δεν θα μπορούσε να παραβιαστεί το δικαίωμα της λατρείας των χριστιανών ορθοδόξων. Μετά τις αρχικές αντιρρήσεις και σοβαρές δυσχέρειες επιτεύχθηκε, εντέλει, η αναβολή της διεξαγωγής του ελέγχου εν μέσω της Μεγάλης Εβδομάδας, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του τουρκικού Τύπου, ο οποίος εκτράπηκε, για μία ακόμη φορά, σε ύβρεις, συκοφαντίες και απειλές εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι τουρκικές αρχές, όμως, επέλεξαν ξανά να συμπέσει η διεξαγωγή του ελέγχου με ημέρα θρησκευτικής εορτής στο Φανάρι και η εξονυχιστική έρευνα ξεκίνησε στις 28 Απριλίου 1965 ημέρα Τετάρτη της Διακαινησίμου.
Ο Αθηναγόρας εξήγησε στους συνομιλητές του ότι η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα ήταν η σημαντικότερη θρησκευτική περίοδος της Ορθοδοξίας και δεν θα μπορούσε να παραβιαστεί το δικαίωμα της λατρείας των χριστιανών ορθοδόξων. Μετά τις αρχικές αντιρρήσεις και σοβαρές δυσχέρειες επιτεύχθηκε, εντέλει, η αναβολή της διεξαγωγής του ελέγχου εν μέσω της Μεγάλης Εβδομάδας, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του τουρκικού Τύπου, ο οποίος εκτράπηκε, για μία ακόμη φορά, σε ύβρεις, συκοφαντίες και απειλές εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι τουρκικές αρχές, όμως, επέλεξαν ξανά να συμπέσει η διεξαγωγή του ελέγχου με ημέρα θρησκευτικής εορτής στο Φανάρι και η εξονυχιστική έρευνα ξεκίνησε στις 28 Απριλίου 1965 ημέρα Τετάρτη της Διακαινησίμου.
Σκοπός της τουρκικής αυτής ενέργειας ήταν να ανατραπεί ο ιστορικός μοναστηριακός χαρακτήρας του πατριαρχικού ναού και του πατριαρχικού συγκροτήματος, που ίσχυε από την εποχή της εγκατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη μονή του Αγίου Γεωργίου το 1599/1601. Κατά συνέπεια, η επιτροπή των Τούρκων αξιωματούχων αποφάσισε τη μετατροπή του Πατριαρχείου σε κοινό βακουφικό (ευαγές) ίδρυμα, την απευθείας υπαγωγή του στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων και την τοποθέτηση αιρετού σώματος λαϊκών διαχειριστών. Με τη μεθόδευση αυτή της τουρκικής κυβέρνησης ανατράπηκε το διοικητικό καθεστώς του Φαναρίου και ο Οικουμενικός Πατριάρχης στερήθηκε, βάσει του τουρκικού νομικού δικαίου, τη διαχείριση της μονής και του πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου έναντι των τουρκικών αρχών. Το θλιβερό επεισόδιο του Πάσχα του 1965 στο Φανάρι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφοράς αντιμετώπισης των εκατέρωθεν μειονοτήτων στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Για τα ελληνικά δεδομένα είναι αδιανόητη η παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα των μουφτειών της Θράκης και δη την περίοδο της θρησκευτικής εορτής του Μπαϊραμιού. Οταν η Τουρκία συνεχίζει ακόμη και σήμερα να μην αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να θεωρεί, από νομικής άποψης, τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την πατριαρχική εκκλησιαστική ιεραρχία ως «απλούς επισκέπτες» στους χώρους του πατριαρχικού συγκροτήματος, η Ελλάδα παραμένει σταθερή στην αναγνώριση των μουφτήδων της Θράκης ως τους επίσημους θρησκευτικούς εκπροσώπους της μουσουλμανικής μειονότητας, που ασκούν τα καθήκοντά τους με διοικητικές, δικαστικές και διαχειριστικές αρμοδιότητες. Συνάμα ως ιεροδίκες, οι μουφτήδες της Θράκης είναι ανώτεροι λειτουργοί της ελληνικής πολιτείας. Το γεγονός ότι στην Τουρκία έχουν απομείνει γύρω στα 3.000 άτομα από τους 111.200 ελληνορθόδοξους το 1923, ενώ ο αριθμός των Δυτικοθρακιωτών μουσουλμάνων έχει παραμείνει σταθερός σε 120.000 άτομα, οφείλεται στην ανεκτικότητα ή μη που επιδεικνύουν διαχρονικά οι δύο πλευρές στις μειονότητές τους.